βώμαξ: Difference between revisions
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
m (Text replacement - "Dim. of <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "Dim. of $1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=vomaks | |Transliteration C=vomaks | ||
|Beta Code=bw/mac | |Beta Code=bw/mac | ||
|Definition=ᾱκος, ὁ, ἡ, < | |Definition=-ᾱκος, ὁ, ἡ,<br><span class="bld">A</span> = [[βωμολόχος]], Agath.2.30, ''EM''199.2, Suid.<br><span class="bld">II</span> βῶμαξ, ᾰκος, ἡ, ''Dim. of'' [[βωμός]], ''AB''85. βώμενος· [[βωμός]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ακος, ὁ, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[pequeño altar]], [[altarcito]] Ar.<i>Fr</i>.801.<br /><b class="num">2</b> [[bufón]] Telecl.61, [[βωμολόχος]] καὶ β. Suet.<i>Blasph</i>.6, ὁ β. [[ἐκεῖνος]] καὶ [[ἔμπληκτος]] Agath.2.30.2, <i>EM</i> 199.2G., Sud. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0469.png Seite 469]] ακος, ὁ, = [[βωμολόχος]], Sp. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''βώμαξ''': -ᾱκος, ὁ, ἡ, = [[βωμολόχος]], Ἀγαθ. 130. 21, Ἐτυμ. Μ., Σουΐδ.· ἴδε [[κώμαξ]]· ― [[ἐντεῦθεν]] βωμάκευμα, τό, = [[βωμολόχευμα]], Ἀπολλ. Καρ. παρὰ Σχολ. Πλάτ. Πολ. 606C. ΙΙ.βῶμαξ, ᾰκος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ [[βωμός]], Α. Β. 85. [Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε Δράκοντα 18]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[βώμαξ]], ο, η (Μ)<br />ο [[βωμολόχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βωμός]] <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>αξ</i> ([[πρβλ]]. [[κόρδαξ]] «[[χορός]]», [[φλύαξ]] «[[αστείος]]» κ.λπ.].<br /><b>(II)</b><br />[[βῶμαξ]], η (Α)<br />[[μικρός]] [[βωμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βωμός]] <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>αξ</i>, ([[πρβλ]]. [[βώλαξ]], [[σκύλαξ]] <b>κ.λπ.</b>)]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:51, 25 August 2023
English (LSJ)
-ᾱκος, ὁ, ἡ,
A = βωμολόχος, Agath.2.30, EM199.2, Suid.
II βῶμαξ, ᾰκος, ἡ, Dim. of βωμός, AB85. βώμενος· βωμός, Hsch.
Spanish (DGE)
-ακος, ὁ, ἡ
1 pequeño altar, altarcito Ar.Fr.801.
2 bufón Telecl.61, βωμολόχος καὶ β. Suet.Blasph.6, ὁ β. ἐκεῖνος καὶ ἔμπληκτος Agath.2.30.2, EM 199.2G., Sud.
German (Pape)
[Seite 469] ακος, ὁ, = βωμολόχος, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βώμαξ: -ᾱκος, ὁ, ἡ, = βωμολόχος, Ἀγαθ. 130. 21, Ἐτυμ. Μ., Σουΐδ.· ἴδε κώμαξ· ― ἐντεῦθεν βωμάκευμα, τό, = βωμολόχευμα, Ἀπολλ. Καρ. παρὰ Σχολ. Πλάτ. Πολ. 606C. ΙΙ.βῶμαξ, ᾰκος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ βωμός, Α. Β. 85. [Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε Δράκοντα 18].
Greek Monolingual
(I)
βώμαξ, ο, η (Μ)
ο βωμολόχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βωμός + (επίθημα) -αξ (πρβλ. κόρδαξ «χορός», φλύαξ «αστείος» κ.λπ.].
(II)
βῶμαξ, η (Α)
μικρός βωμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βωμός + (επίθημα) -αξ, (πρβλ. βώλαξ, σκύλαξ κ.λπ.)].