σκάλοψ: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skalops
|Transliteration C=skalops
|Beta Code=ska/loy
|Beta Code=ska/loy
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], οπος, ὁ</b>,= [[σπάλαξ]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>879</span>: Phot. cites [[σκάλωψ]] ([[σκάλοψ]]?) from <span class="bibl">Cratin.93</span>.
|Definition=[ᾰ], οπος, ὁ, = [[σπάλαξ]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''879: Phot. cites [[σκάλωψ]] ([[σκάλοψ]]?) from Cratin.93.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0888.png Seite 888]] οπος, ὁ, der Maulwurf, eigtl. der Schaufler, Gräber ([[σκάλλω]]); Ar. Ach. 844, Schol. σπάλακες; Cratin. bei Phot.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0888.png Seite 888]] οπος, ὁ, der Maulwurf, eigtl. der Schaufler, Gräber ([[σκάλλω]]); Ar. Ach. 844, Schol. σπάλακες; Cratin. bei Phot.
}}
{{ls
|lstext='''σκάλοψ''': -οπος, ὁ, (ἴδε [[σκάλλω]]), δηλ. ὁ [[ἀσπάλαξ]], «[[ζῷον]] γεωρύχον, τυφλὸν» Ἡσύχ., (Ἀρχ. Ἀγγλ. mould warp, ὁ ἀνασκάπτων γῆν, ἐπισωρεύων [[χῶμα]]), Ἀριστοφ. Ἀχ. 879· πρβλ. [[σπάλαξ]]· ὁ Φώτ. μνημονεύει τύπον σκάλωψ ([[σκάλοψ]];) ἐκ τοῦ Κρατίν. ἐν «Κλεοβουλίνῃ» 6.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οπος (ὁ) :<br />taupe, <i>litt.</i> « l'animal fouisseur ».<br />'''Étymologie:''' [[σκάλλω]].
|btext=οπος (ὁ) :<br />taupe, <i>litt.</i> « l'animal fouisseur ».<br />'''Étymologie:''' [[σκάλλω]].
}}
{{grml
|mltxt=-οπος, ο, ΝΑ, και σκάλωψ Α<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) ο τυφλοπόντικας, ο [[ασπάλακας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. της λ. [[σπάλαξ]] (<b>βλ. λ.</b> [[ασπάλακας]]), ο [[οποίος]] έχει σχηματιστεί, πιθ. παρετυμολογικώς, από το ρ. [[σκάλλω]] με [[επίθημα]] -<i>οψ</i>, που απαντά και σε άλλα ον. ζώων (<b>πρβλ.</b> <i>δρύ</i>-<i>οψ</i>, <i>έπ</i>-<i>οψ</i>)].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σκάλοψ -οπος, ὁ [σκάλλω] mol (dier).
|elnltext=σκάλοψ -οπος, ὁ [σκάλλω] mol (dier).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σκάλοψ:''' οπος (ᾰ) ὁ крот Arph.
|elrutext='''σκάλοψ:''' οπος (ᾰ) ὁ [[крот]] Arph.
}}
{{ls
|lstext='''σκάλοψ''': -οπος, ὁ, (ἴδε [[σκάλλω]]), δηλ. ὁ [[ἀσπάλαξ]], «[[ζῷον]] γεωρύχον, τυφλὸν» Ἡσύχ., (Ἀρχ. Ἀγγλ. mould warp, ὁ ἀνασκάπτων γῆν, ἐπισωρεύων [[χῶμα]]), Ἀριστοφ. Ἀχ. 879· πρβλ. [[σπάλαξ]]· ὁ Φώτ. μνημονεύει τύπον σκάλωψ ([[σκάλοψ]];) ἐκ τοῦ Κρατίν. ἐν «Κλεοβουλίνῃ» 6.
}}
{{grml
|mltxt=-οπος, ο, ΝΑ, και σκάλωψ Α<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) ο τυφλοπόντικας, ο [[ασπάλακας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. της λ. [[σπάλαξ]] (<b>βλ. λ.</b> [[ασπάλακας]]), ο [[οποίος]] έχει σχηματιστεί, πιθ. παρετυμολογικώς, από το ρ. [[σκάλλω]] με [[επίθημα]] -<i>οψ</i>, που απαντά και σε άλλα ον. ζώων (<b>πρβλ.</b> [[δρύοψ]], [[έποψ]])].
}}
}}
{{etym
{{etym
Line 39: Line 39:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[animal]]
|woodrun=[[animal]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=-οπος (=[[τυφλοπόντικας]]). Ἀπό τό [[σκάλλω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 11:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκάλοψ Medium diacritics: σκάλοψ Low diacritics: σκάλοψ Capitals: ΣΚΑΛΟΨ
Transliteration A: skálops Transliteration B: skalops Transliteration C: skalops Beta Code: ska/loy

English (LSJ)

[ᾰ], οπος, ὁ, = σπάλαξ, Ar.Ach.879: Phot. cites σκάλωψ (σκάλοψ?) from Cratin.93.

German (Pape)

[Seite 888] οπος, ὁ, der Maulwurf, eigtl. der Schaufler, Gräber (σκάλλω); Ar. Ach. 844, Schol. σπάλακες; Cratin. bei Phot.

French (Bailly abrégé)

οπος (ὁ) :
taupe, litt. « l'animal fouisseur ».
Étymologie: σκάλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκάλοψ -οπος, ὁ [σκάλλω] mol (dier).

Russian (Dvoretsky)

σκάλοψ: οπος (ᾰ) ὁ крот Arph.

Greek (Liddell-Scott)

σκάλοψ: -οπος, ὁ, (ἴδε σκάλλω), δηλ. ὁ ἀσπάλαξ, «ζῷον γεωρύχον, τυφλὸν» Ἡσύχ., (Ἀρχ. Ἀγγλ. mould warp, ὁ ἀνασκάπτων γῆν, ἐπισωρεύων χῶμα), Ἀριστοφ. Ἀχ. 879· πρβλ. σπάλαξ· ὁ Φώτ. μνημονεύει τύπον σκάλωψ (σκάλοψ;) ἐκ τοῦ Κρατίν. ἐν «Κλεοβουλίνῃ» 6.

Greek Monolingual

-οπος, ο, ΝΑ, και σκάλωψ Α
(λόγιος τ.) ο τυφλοπόντικας, ο ασπάλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. σπάλαξ (βλ. λ. ασπάλακας), ο οποίος έχει σχηματιστεί, πιθ. παρετυμολογικώς, από το ρ. σκάλλω με επίθημα -οψ, που απαντά και σε άλλα ον. ζώων (πρβλ. δρύοψ, έποψ)].

Frisk Etymological English

See also: s. σκόλοψ.

Middle Liddell

σκάλοψ, οπος, σκάλλω
the digger, i. e. the mole, Ar.

Frisk Etymology German

σκάλοψ: {skálops}
See also: s. σκόλοψ.
Page 2,716

English (Woodhouse)

animal

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

-οπος (=τυφλοπόντικας). Ἀπό τό σκάλλω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.