ὑποτελής: Difference between revisions
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
m (Text replacement - "d’o" to "d'o") |
(CSV import) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypotelis | |Transliteration C=ypotelis | ||
|Beta Code=u(potelh/s | |Beta Code=u(potelh/s | ||
|Definition= | |Definition=ὑποτελές,<br><span class="bld">A</span> ([[τέλος]] 1.8) [[subject to taxes]], [[tributary]], Th.2.9, 5.111; in full, ὑποτελὴς φόρου Id.1.10, 56,66, 7.57; ὑποτελὴς φόρων or ὑποτελὴς φόροις (φόρου Schaefer) Plu.''Art.''21, ''Pyrrh.'' 23; of persons employed in government monopolies (exact sense uncertain), τοὺς ὑποτελεῖς τῇ τε ἰχθυηρᾷ κτλ. ''UPZ''110.97 (ii B. C.), cf. ''PTeb.''5.210, 40.24, al. (ii B. C.); τὰ ὑποτελῆ γενήματα ''PRev.Laws''28.18 (iii B. C.), cf. 33.14, etc.<br><span class="bld">II</span> Act., [[receiving payment]], c. gen., μισθοῦ Luc.''Merc.Cond.''36. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές,<br />soumis à une taxe, <i>d'où</i> :<br /><b> 1</b>. soumis à un tribut, tributaire, <i>abs</i>. THC. 2.9, 5.11; PLUT. <i>Cim.</i> 11, <i>Cam.</i> 2; APP. <i>Mithr.</i> 118; <i>ou avec un rég.</i> : φόρου THC. 4.19, 56, 66, etc.; DH 4.52 ; <i>rar.</i> φόρων PLUT. <i>Artax</i>. 21 ; <i>ou</i> φόροις PLUT. <i>Pyrrh.</i> 28, redevable d'un tribut ou de tributs : τινος Sch. AR. Eq. 262, ou τινι SYN. 180a, envers qqn;<br /><b> 2</b>. taxé : μισθοῦ LUC. <i>M.cond.</i> 36, pour un salaire, <i>càd</i> [[salarié]], [[mercenaire]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[τέλος]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές, <i>[[Abgaben]] zu entrichten [[verpflichtet]]</i>, φόρου, <i>[[zinsbar]]</i>, Thuc. 1.66; <i>[[steuerpflichtig]]</i>, dah. <i>[[unterwürfig]]</i>, 5.111, vgl. 7.57; Plut. <i>Cim</i>. 11, oft; – <i>Lohn od. Sold [[empfangend]]</i>, μισθοῦ Luc. <i>Merc.cond</i>. 36. – S. auch [[ὑποτελίς]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑποτελής:'''<br /><b class="num">1</b> [[обязанный платить]]: ὑ. φόρου Thuc., φόρων или φόροις Plut. обязанный платить подати;<br /><b class="num">2</b> [[платящий подати]]: αἱ πόλεις ὑποτελεῖς Thuc. города-данники;<br /><b class="num">3</b> [[получающий мзду]]: μισθοῦ ὑ. Luc. платный, наемный. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποτελής''': -ές, γεν. έος· ([[τέλος]] V)· ὁ ὑποκείμενος εἰς πληρωμὴν φόρου, πληρώνων φόρον εἴς τινα, Λατ. vectigalis, tributarius, Θουκ. 2. 9., 5. 111· πλῆρες: ὑποτελὴς φόρου ὁ αὐτ. 1. 19, 56, 66., 7. 57· ὑποτ. φόρων ἢ φόροις Πλουτ. Ἀρτοξ. 21, Πύρρ. 23· - ὑπ. τινί, πληρώνων φόρον εἰς..., Συνέσ. 180Α. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ λαμβάνων μισθόν, μετὰ γεν., ὑποτελεῖς μισθοῦ Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 36. -Πρβλ. τὸ ἑπόμ. | |lstext='''ὑποτελής''': -ές, γεν. έος· ([[τέλος]] V)· ὁ ὑποκείμενος εἰς πληρωμὴν φόρου, πληρώνων φόρον εἴς τινα, Λατ. vectigalis, tributarius, Θουκ. 2. 9., 5. 111· πλῆρες: ὑποτελὴς φόρου ὁ αὐτ. 1. 19, 56, 66., 7. 57· ὑποτ. φόρων ἢ φόροις Πλουτ. Ἀρτοξ. 21, Πύρρ. 23· - ὑπ. τινί, πληρώνων φόρον εἰς..., Συνέσ. 180Α. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ λαμβάνων μισθόν, μετὰ γεν., ὑποτελεῖς μισθοῦ Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 36. -Πρβλ. τὸ ἑπόμ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές / [[ὑποτελής]], -ές, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για [[χώρα]] ή [[πόλη]]) αυτός που δεν έχει πλήρη και απόλυτη [[κυριαρχία]] [[αλλά]] εξαρτάται από [[άλλη]], ισχυρότερη [[πολιτεία]] (α. «οι μεγάλες δυνάμεις και οι υποτελείς χώρες» β. «άντι συμμάχων | |mltxt=-ές / [[ὑποτελής]], -ές, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για [[χώρα]] ή [[πόλη]]) αυτός που δεν έχει πλήρη και απόλυτη [[κυριαρχία]] [[αλλά]] εξαρτάται από [[άλλη]], ισχυρότερη [[πολιτεία]] (α. «οι μεγάλες δυνάμεις και οι υποτελείς χώρες» β. «άντι συμμάχων ὑποτελεῖς και δοῦλοι γεγονότες», <b>Πλούτ.</b><br />γ. «ἄλλαι πόλεις αἱ ὑποτελεῖς οὖσαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «φόρου [[υποτελής]]»<br />(ενν. [[κράτος]] ή [[χώρα]]) <b>διεθν. δίκ.</b> [[κράτος]] το οποίο ήταν υποχρεωμένο να καταβάλλει στην κυρίαρχη [[πολιτεία]] τον [[φόρο]] υποτελείας (α. «οι παραδουνάβιες ηγεμονίες ήταν φόρου υποτελείς στην Οθωμανική Αυτοκρατορία» β. «πόλιν ξυμμαχίδα και φόρου ὑποτελῆ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> (για χαρακτηριστικό) αυτός που προσδιορίζεται γενετικά και ο [[οποίος]] δεν εκδηλώνεται στον φαινότυπο [[παρά]] μόνον όταν το υπεύθυνο γι' αυτόν [[γονίδιο]] βρίσκεται σε ομοζυγωτική [[κατάσταση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «υποτελείς προτάσεις»<br /><b>γραμμ.</b> οι εξαρτημένες, οι δευτερεύουσες προτάσεις<br />β) «υποτελή κράτη»<br /><b>διεθν. δίκ.</b> τα κράτη που δεν ήταν πλήρως ανεξάρτητα, [[αλλά]] ήταν υποχρεωμένα να καταβάλλουν [[φόρο]] υποτελείας στην κυρίαρχη [[πολιτεία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μισθοδοτείται για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]]), [[πρβλ]]. [[συντελής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑποτελής:''' -ές ([[τέλος]] I<b>V</b>), γεν. <i>-έος</i>,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που είναι υποχρεωμένος να πληρώνει φόρους, [[φορολογήσιμος]], [[φορολογητέος]], Λατ. [[vectigalis]], σε Θουκ.· πλήρες, <i>ὑποτελὴς φόρου</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., [[μισθωτός]], με γεν., σε Λουκ. | |lsmtext='''ὑποτελής:''' -ές ([[τέλος]] I<b>V</b>), γεν. <i>-έος</i>,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που είναι υποχρεωμένος να πληρώνει φόρους, [[φορολογήσιμος]], [[φορολογητέος]], Λατ. [[vectigalis]], σε Θουκ.· πλήρες, <i>ὑποτελὴς φόρου</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., [[μισθωτός]], με γεν., σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[subject]], [[tributary]], [[liable to taxation]], [[subject to pay rates]], [[subject to taxes]], [[liable to tribute]] | |woodrun=[[subject]], [[tributary]], [[liable to taxation]], [[subject to pay rates]], [[subject to taxes]], [[liable to tribute]] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=αὐτός πού πληρώνει φόρο). Ἀπό τό [[ὑπό]] + [[τέλος]] (=[[φόρος]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[vectigalis]]'', [[tributary]], [[subject to tribute]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.19.1/ 1.19.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.56.2/ 1.56.2]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.66.1/ 1.66.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.80.3/ 1.80.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.9.4/ 2.9.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.111.4/ 5.111.4]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.57.4/ 7.57.4]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%207.57.4/ 7.57.4][https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.5.1/ 7.5.1]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:48, 16 November 2024
English (LSJ)
ὑποτελές,
A (τέλος 1.8) subject to taxes, tributary, Th.2.9, 5.111; in full, ὑποτελὴς φόρου Id.1.10, 56,66, 7.57; ὑποτελὴς φόρων or ὑποτελὴς φόροις (φόρου Schaefer) Plu.Art.21, Pyrrh. 23; of persons employed in government monopolies (exact sense uncertain), τοὺς ὑποτελεῖς τῇ τε ἰχθυηρᾷ κτλ. UPZ110.97 (ii B. C.), cf. PTeb.5.210, 40.24, al. (ii B. C.); τὰ ὑποτελῆ γενήματα PRev.Laws28.18 (iii B. C.), cf. 33.14, etc.
II Act., receiving payment, c. gen., μισθοῦ Luc.Merc.Cond.36.
French (Bailly abrégé)
ής, ές,
soumis à une taxe, d'où :
1. soumis à un tribut, tributaire, abs. THC. 2.9, 5.11; PLUT. Cim. 11, Cam. 2; APP. Mithr. 118; ou avec un rég. : φόρου THC. 4.19, 56, 66, etc.; DH 4.52 ; rar. φόρων PLUT. Artax. 21 ; ou φόροις PLUT. Pyrrh. 28, redevable d'un tribut ou de tributs : τινος Sch. AR. Eq. 262, ou τινι SYN. 180a, envers qqn;
2. taxé : μισθοῦ LUC. M.cond. 36, pour un salaire, càd salarié, mercenaire.
Étymologie: ὑπό, τέλος.
German (Pape)
ές, Abgaben zu entrichten verpflichtet, φόρου, zinsbar, Thuc. 1.66; steuerpflichtig, dah. unterwürfig, 5.111, vgl. 7.57; Plut. Cim. 11, oft; – Lohn od. Sold empfangend, μισθοῦ Luc. Merc.cond. 36. – S. auch ὑποτελίς.
Russian (Dvoretsky)
ὑποτελής:
1 обязанный платить: ὑ. φόρου Thuc., φόρων или φόροις Plut. обязанный платить подати;
2 платящий подати: αἱ πόλεις ὑποτελεῖς Thuc. города-данники;
3 получающий мзду: μισθοῦ ὑ. Luc. платный, наемный.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτελής: -ές, γεν. έος· (τέλος V)· ὁ ὑποκείμενος εἰς πληρωμὴν φόρου, πληρώνων φόρον εἴς τινα, Λατ. vectigalis, tributarius, Θουκ. 2. 9., 5. 111· πλῆρες: ὑποτελὴς φόρου ὁ αὐτ. 1. 19, 56, 66., 7. 57· ὑποτ. φόρων ἢ φόροις Πλουτ. Ἀρτοξ. 21, Πύρρ. 23· - ὑπ. τινί, πληρώνων φόρον εἰς..., Συνέσ. 180Α. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ λαμβάνων μισθόν, μετὰ γεν., ὑποτελεῖς μισθοῦ Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 36. -Πρβλ. τὸ ἑπόμ.
Greek Monolingual
-ές / ὑποτελής, -ές, ΝΜΑ
1. (για χώρα ή πόλη) αυτός που δεν έχει πλήρη και απόλυτη κυριαρχία αλλά εξαρτάται από άλλη, ισχυρότερη πολιτεία (α. «οι μεγάλες δυνάμεις και οι υποτελείς χώρες» β. «άντι συμμάχων ὑποτελεῖς και δοῦλοι γεγονότες», Πλούτ.
γ. «ἄλλαι πόλεις αἱ ὑποτελεῖς οὖσαι», Θουκ.)
2. φρ. «φόρου υποτελής»
(ενν. κράτος ή χώρα) διεθν. δίκ. κράτος το οποίο ήταν υποχρεωμένο να καταβάλλει στην κυρίαρχη πολιτεία τον φόρο υποτελείας (α. «οι παραδουνάβιες ηγεμονίες ήταν φόρου υποτελείς στην Οθωμανική Αυτοκρατορία» β. «πόλιν ξυμμαχίδα και φόρου ὑποτελῆ», Θουκ.)
νεοελλ.
1. βιολ. (για χαρακτηριστικό) αυτός που προσδιορίζεται γενετικά και ο οποίος δεν εκδηλώνεται στον φαινότυπο παρά μόνον όταν το υπεύθυνο γι' αυτόν γονίδιο βρίσκεται σε ομοζυγωτική κατάσταση
2. φρ. α) «υποτελείς προτάσεις»
γραμμ. οι εξαρτημένες, οι δευτερεύουσες προτάσεις
β) «υποτελή κράτη»
διεθν. δίκ. τα κράτη που δεν ήταν πλήρως ανεξάρτητα, αλλά ήταν υποχρεωμένα να καταβάλλουν φόρο υποτελείας στην κυρίαρχη πολιτεία
αρχ.
αυτός που μισθοδοτείται για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -τελής (< τέλος), πρβλ. συντελής].
Greek Monotonic
ὑποτελής: -ές (τέλος IV), γεν. -έος,
I. αυτός που είναι υποχρεωμένος να πληρώνει φόρους, φορολογήσιμος, φορολογητέος, Λατ. vectigalis, σε Θουκ.· πλήρες, ὑποτελὴς φόρου, στον ίδ.
II. Ενεργ., μισθωτός, με γεν., σε Λουκ.
Middle Liddell
ὑπο-τελής, ές τέλος IV]
I. subject to pay taxes, taxable, tributary, Lat. vectigalis, Thuc.; in full, ὑποτελὴς φόρου Thuc.
II. act. receiving as payment, c. gen., Luc.
English (Woodhouse)
subject, tributary, liable to taxation, subject to pay rates, subject to taxes, liable to tribute
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού πληρώνει φόρο). Ἀπό τό ὑπό + τέλος (=φόρος), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
vectigalis, tributary, subject to tribute, 1.19.1, 1.56.2. 1.66.1, 1.80.3, 2.9.4, 5.111.4. 7.57.4. 7.57.47.5.1.