ἄκμηνος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akminos
|Transliteration C=akminos
|Beta Code=a)/kmhnos
|Beta Code=a)/kmhnos
|Definition=ον, [[fasting]] from [[food]], four times in <span class="bibl">Il.19.163</span>,<span class="bibl">207</span>,<span class="bibl">320</span>, <span class="bibl">346</span> (expl. by Sch. fr. Aeol. [[ἄκμη]], = [[ἀσιτία]]); also in Lyc.672; σίτων <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>116</span>; δόρποιο Call.Fr.anon.<span class="bibl">4</span>.
|Definition=ἄκμηνον, [[fasting]] from [[food]], four times in Il.19.163,207,320, 346 (expl. by Sch. fr. Aeol. [[ἄκμη]], = [[ἀσιτία]]); also in Lyc.672; σίτων Nic.''Th.''116; δόρποιο Call.Fr.anon.4.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no ha comido]], [[en ayunas]] ὁ δ' ἄκμηνος καὶ [[ἄπαστος]] <i>Il</i>.19.346, ἄκμηνοι καὶ ἄπαστοι ἐκείατο A.R.4.1295, cf. <i>Il</i>.19.207, c. gen. σίτοιο <i>Il</i>.19.163, [[πόσιος]] καὶ [[ἐδητύος]] <i>Il</i>.19.320, [[βορᾶς]] Lyc.672, [[σίτων]] Nic.<i>Th</i>.116, δόρποιο Call.<i>Fr</i>.312.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0075.png Seite 75]] nüchtern, Hom. viermal, Iliad. 1 9, 163 [[ἄκμηνος]] σίτοιο, 207 νήστιας ἀκμήνους, 320 κῆρ ἄκμηνον πόσιος καὶ ἐδητύος, 346 [[ἄκμηνος]] καὶ [[ἄπαστος]]; – Sp. D., z. B. Nic. Th. 116; – vgl. Lehrs Aristarch. p. 311; – [[ἀκμή]] soll Aeolisch = [[ἀσιτία]] gewesen sein, Scholl. Iliad. 19, 163.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0075.png Seite 75]] [[nüchtern]], Hom. viermal, Iliad. 1 9, 163 [[ἄκμηνος]] σίτοιο, 207 νήστιας ἀκμήνους, 320 κῆρ ἄκμηνον πόσιος καὶ ἐδητύος, 346 [[ἄκμηνος]] καὶ [[ἄπαστος]]; – Sp. D., z. B. Nic. Th. 116; – vgl. Lehrs Aristarch. p. 311; – [[ἀκμή]] soll Aeolisch = [[ἀσιτία]] gewesen sein, Scholl. Iliad. 19, 163.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à jeun ; [[ἄκμηνος]] [[πόσιος]] καὶ ἐδητύος IL qui n'a pris ni boisson ni aliment solide.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκμη]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄκμηνος:''' [[не евший]], [[натощак]] (ἄ. καὶ [[ἄπαστος]] Hom.): ἄ. [[πόσιος]] καὶ ἐδητύος Hom. без питья и без пищи.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄκμηνος''': -ον, (οὐχὶ [[ἀκμηνός]], Spitzn. Ἰλ. Τ. 163), νηστεύων, ἀπεχόμενος τροφῆς, [[ἄκμηνος]] σίτοιο, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἐμὸν κῆρ ἄκμηνον πόσιος καὶ ἐδητύος, [[αὐτόθι]] 320· ἀπολ. νήστιας ἀκμήνους, [[αὐτόθι]] 207· [[ἄκμηνος]] καὶ [[ἄπαστος]], [[αὐτόθι]] 346· ἐκ τοῦ [[ἀκμή]], [[ὅπερ]] λέγεται ὅτι [[Αἰολιστὶ]] σημαίνει νηστείαν, ἄλλοι παράγουσιν ἐκ τοῦ καμεῖν.
|lstext='''ἄκμηνος''': -ον, (οὐχὶ [[ἀκμηνός]], Spitzn. Ἰλ. Τ. 163), νηστεύων, ἀπεχόμενος τροφῆς, [[ἄκμηνος]] σίτοιο, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἐμὸν κῆρ ἄκμηνον πόσιος καὶ ἐδητύος, [[αὐτόθι]] 320· ἀπολ. νήστιας ἀκμήνους, [[αὐτόθι]] 207· [[ἄκμηνος]] καὶ [[ἄπαστος]], [[αὐτόθι]] 346· ἐκ τοῦ [[ἀκμή]], [[ὅπερ]] λέγεται ὅτι [[Αἰολιστὶ]] σημαίνει νηστείαν, ἄλλοι παράγουσιν ἐκ τοῦ καμεῖν.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à jeun ; [[ἄκμηνος]] [[πόσιος]] καὶ ἐδητύος IL qui n’a pris ni boisson ni aliment solide.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκμη]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[without]] [[taste]] (of [[food]] or [[drink]]); only in T.
|auten=[[without]] [[taste]] (of [[food]] or [[drink]]); only in T.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no ha comido]], [[en ayunas]] ὁ δ' ἄ. καὶ [[ἄπαστος]] <i>Il</i>.19.346, ἄκμηνοι καὶ ἄπαστοι ἐκείατο A.R.4.1295, cf. <i>Il</i>.19.207, c. gen. σίτοιο <i>Il</i>.19.163, πόσιος καὶ ἐδητύος <i>Il</i>.19.320, βορᾶς Lyc.672, σίτων Nic.<i>Th</i>.116, δόρποιο Call.<i>Fr</i>.312.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄκμηνος:''' -ον, αυτός που νηστεύει, [[νηστικός]], σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., [[ἄκμηνος]] σίτων, <i>δόρποιο</i>, αυτός που απέχει από την [[τροφή]], στο ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''ἄκμηνος:''' -ον, αυτός που νηστεύει, [[νηστικός]], σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., [[ἄκμηνος]] σίτων, <i>δόρποιο</i>, αυτός που απέχει από την [[τροφή]], στο ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἄκμηνος:''' [[не евший]], [[натощак]] (ἄ. καὶ [[ἄπαστος]] Hom.): ἄ. [[πόσιος]] καὶ ἐδητύος Hom. без питья и без пищи.
}}
}}
{{etym
{{etym

Latest revision as of 12:48, 22 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκμηνος Medium diacritics: ἄκμηνος Low diacritics: άκμηνος Capitals: ΑΚΜΗΝΟΣ
Transliteration A: ákmēnos Transliteration B: akmēnos Transliteration C: akminos Beta Code: a)/kmhnos

English (LSJ)

ἄκμηνον, fasting from food, four times in Il.19.163,207,320, 346 (expl. by Sch. fr. Aeol. ἄκμη, = ἀσιτία); also in Lyc.672; σίτων Nic.Th.116; δόρποιο Call.Fr.anon.4.

Spanish (DGE)

-ον
que no ha comido, en ayunas ὁ δ' ἄκμηνος καὶ ἄπαστος Il.19.346, ἄκμηνοι καὶ ἄπαστοι ἐκείατο A.R.4.1295, cf. Il.19.207, c. gen. σίτοιο Il.19.163, πόσιος καὶ ἐδητύος Il.19.320, βορᾶς Lyc.672, σίτων Nic.Th.116, δόρποιο Call.Fr.312.

German (Pape)

[Seite 75] nüchtern, Hom. viermal, Iliad. 1 9, 163 ἄκμηνος σίτοιο, 207 νήστιας ἀκμήνους, 320 κῆρ ἄκμηνον πόσιος καὶ ἐδητύος, 346 ἄκμηνος καὶ ἄπαστος; – Sp. D., z. B. Nic. Th. 116; – vgl. Lehrs Aristarch. p. 311; – ἀκμή soll Aeolisch = ἀσιτία gewesen sein, Scholl. Iliad. 19, 163.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à jeun ; ἄκμηνος πόσιος καὶ ἐδητύος IL qui n'a pris ni boisson ni aliment solide.
Étymologie: ἄκμη.

Russian (Dvoretsky)

ἄκμηνος: не евший, натощак (ἄ. καὶ ἄπαστος Hom.): ἄ. πόσιος καὶ ἐδητύος Hom. без питья и без пищи.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκμηνος: -ον, (οὐχὶ ἀκμηνός, Spitzn. Ἰλ. Τ. 163), νηστεύων, ἀπεχόμενος τροφῆς, ἄκμηνος σίτοιο, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἐμὸν κῆρ ἄκμηνον πόσιος καὶ ἐδητύος, αὐτόθι 320· ἀπολ. νήστιας ἀκμήνους, αὐτόθι 207· ἄκμηνος καὶ ἄπαστος, αὐτόθι 346· ἐκ τοῦ ἀκμή, ὅπερ λέγεται ὅτι Αἰολιστὶ σημαίνει νηστείαν, ἄλλοι παράγουσιν ἐκ τοῦ καμεῖν.

English (Autenrieth)

without taste (of food or drink); only in T.

Greek Monotonic

ἄκμηνος: -ον, αυτός που νηστεύει, νηστικός, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., ἄκμηνος σίτων, δόρποιο, αυτός που απέχει από την τροφή, στο ίδ. (αμφίβ. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: fasting of (food) (Il., only in T)
Origin: IE [Indo-European] [557] *ḱemh₂- get tired
Etymology: A Scholion on Τ 163 derives it from Aeol. ἄκμα, which Hesychius explains as νηστεία, ἔνδεια. Bechtel Lex. compares κομῶσα γέμουσα H., which would give α privativum and zero grade -κμ-; very uncertain. Further Bq. and Pisani AnFilCl. 5, 93. Fur. 369 compares OGeorg. si-q̇mili hunger etc.; very uncertain. Blanc BSL 94, 1999, 317-338 proposes derivation from *ḱemh₂- (κάμνω) care (for), which gives (though) not (properly) cared for (cf. πολύκμητος); attractive.

Middle Liddell

[deriv. uncertain].]
fasting, Il.; c. gen., ἄκμηνος σίτοιο fasting from food, Il.

Frisk Etymology German

ἄκμηνος: {ákmēnos}
Meaning: nicht essend, nüchtern, viermal in T, sonst nur bei hellen. Dichtern.
Etymology: Nach einem Scholion zu Τ 163 von äol. ἄκμα, das von Hesych mit νηστεία, ἔνδεια erklärt wird. Bechtel Lex. vergleicht (nach Fick BB 28, 109) κομῶσα· γέμουσα H.; dann wäre ἄκμα als eine Zusammenbildung von α privativum und der Schwundstufe -κμ- zu betrachten. Sehr unsicher. Noch fraglichere Kombinationen sind bei Bq verzeichnet. Neuer Versuch von Pisani AnFilCl 5, 93.
Page 1,54