ἀραχνοειδής: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=arachnoeidis
|Transliteration C=arachnoeidis
|Beta Code=a)raxnoeidh/s
|Beta Code=a)raxnoeidh/s
|Definition=[<b class="b3">ᾰρ], ές,</b> [[like a cobweb]], of the scum of urine, λιπαρότητες <span class="bibl">Hp.<span class="title">Prog.</span>12</span>; also used of a [[feeble]] pulse, Gal.19.411; of [[capillary]] veins, Id.2.808; of nerves, ib.400; <b class="b3">ἀπόφυσις -εστάτη</b> ib.366; <b class="b3">ἀ. χιτών</b> in Medic., older name for the <b class="b3">ἀμφιβληστροειδὴς χ</b>. ([[quod vide|q.v.]]), i.e. the [[retina]], Herophil. ap. <span class="bibl">Cels.7.7.13</span>, <span class="bibl">Ruf.<span class="title">Onom.</span>153</span>; but distinguished from it by Gal.10.47.
|Definition=[ᾰρ], ές, [[like a cobweb]], of the scum of urine, λιπαρότητες Hp.''Prog.''12; also used of a [[feeble]] pulse, Gal.19.411; of [[capillary]] veins, Id.2.808; of nerves, ib.400; <b class="b3">ἀπόφυσις -εστάτη</b> ib.366; <b class="b3">ἀ. χιτών</b> in Medic., older name for the <b class="b3">ἀμφιβληστροειδὴς χ.</b> ([[quod vide|q.v.]]), i.e. the [[retina]], Herophil. ap. Cels.7.7.13, Ruf.''Onom.''153; but distinguished from it by Gal.10.47.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀραχνοειδής]], -ές)<br />Ι. όμοιος με ιστό αράχνης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> «[[αραχνοειδής]] [[χιτώνας]]» — ο [[αμφιβληστροειδής]] του ματιού<br /><b>2.</b> «[[αραχνοειδής]] [[μήνιγξ]]» — το μεσαίο από τα [[τρία]] περιβλήματα του νωτιαίου μυελού και του εγκεφάλου<br />II. <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τα αραχνοειδή</i><br />[[ομοταξία]] των Αρθρόποδων (αράχνες, [[σκορπιοί]], [[ακάρεα]])<br /><b>αρχ.</b><br />(για τριχοειδή αγγεία, [[νεύρα]] κ.λπ.·) λεπτότατος σαν [[ιστός]] αράχνης.
|mltxt=(AM [[ἀραχνοειδής]], -ές)<br />Ι. όμοιος με ιστό αράχνης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> «[[αραχνοειδής]] [[χιτώνας]]» — ο [[αμφιβληστροειδής]] του ματιού<br /><b>2.</b> «[[αραχνοειδής]] [[μήνιγξ]]» — το μεσαίο από τα [[τρία]] περιβλήματα του νωτιαίου μυελού και του εγκεφάλου<br />II. <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τα αραχνοειδή</i><br />[[ομοταξία]] των Αρθρόποδων (αράχνες, [[σκορπιοί]], [[ακάρεα]])<br /><b>αρχ.</b><br />(για τριχοειδή αγγεία, [[νεύρα]] κ.λπ.·) λεπτότατος σαν [[ιστός]] αράχνης.
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>[[spinnenartig]]</i>, Ael. <i>H.A</i>. 8.16.
}}
}}

Latest revision as of 13:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀραχνοειδής Medium diacritics: ἀραχνοειδής Low diacritics: αραχνοειδής Capitals: ΑΡΑΧΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: arachnoeidḗs Transliteration B: arachnoeidēs Transliteration C: arachnoeidis Beta Code: a)raxnoeidh/s

English (LSJ)

[ᾰρ], ές, like a cobweb, of the scum of urine, λιπαρότητες Hp.Prog.12; also used of a feeble pulse, Gal.19.411; of capillary veins, Id.2.808; of nerves, ib.400; ἀπόφυσις -εστάτη ib.366; ἀ. χιτών in Medic., older name for the ἀμφιβληστροειδὴς χ. (q.v.), i.e. the retina, Herophil. ap. Cels.7.7.13, Ruf.Onom.153; but distinguished from it by Gal.10.47.

Spanish (DGE)

-ές
1 aracnoide, como telaraña λιπαρότης en la orina, Hp.Prog.12, de las ramificaciones de los vasos capilares, Gal.2.808, de las nerviosas, Gal.2.400, cf. Aristid.Quint.89.14, ἀπόφυσις ... ἀραχνοειδεστάτη Gal.2.366, ἀ. χιτών de la retina del ojo, Gal.10.47, Herophil. en Cels.7.7.13, Ruf.Onom.153
en ciertas plantas χνοῦς Dsc.3.16.
2 fig. como telaraña, débil del pulso, Gal.19.411.

Greek (Liddell-Scott)

ἀραχνοειδής: -ές, ὅμοιος ἱστῷ ἀράχνης, ἐπὶ τοῦ ἀφροῦ τῶν οὔρων, Ἱππ. Προγν. 40· ὡσαύτως ἐν χρήσει ἐπὶ τῶν τριχοειδῶν ἀγγείων ἢ νεύρων, Γαλην. 2. 808, ἐν τῇ Ἰατρ. 366· ἀραχνοειδής χιτών ὁ ἄλλως ὑαλοειδὴς ἢ ἀμφιβληστροειδὴς χιτών καλούμενος, Greenhill, Ueofil. s. 164. 7.

Greek Monolingual

(AM ἀραχνοειδής, -ές)
Ι. όμοιος με ιστό αράχνης
νεοελλ.
1. «αραχνοειδής χιτώνας» — ο αμφιβληστροειδής του ματιού
2. «αραχνοειδής μήνιγξ» — το μεσαίο από τα τρία περιβλήματα του νωτιαίου μυελού και του εγκεφάλου
II. το ουδ. ως ουσ. τα αραχνοειδή
ομοταξία των Αρθρόποδων (αράχνες, σκορπιοί, ακάρεα)
αρχ.
(για τριχοειδή αγγεία, νεύρα κ.λπ.·) λεπτότατος σαν ιστός αράχνης.

German (Pape)

ές, spinnenartig, Ael. H.A. 8.16.