ἁρμή: Difference between revisions
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=armi | |Transliteration C=armi | ||
|Beta Code=a(rmh/ | |Beta Code=a(rmh/ | ||
|Definition=ἡ, (ἀραρίσκω) [[junction]], | |Definition=ἡ, ([[ἀραρίσκω]]) [[junction]], Chrysipp.Stoic.2.154 (prob. for [[ὁρμήν]]); [[fitting together]], of shields, Q.S.11.361; [[suture]] of a wound, Hp. ap.Erot.; of the skull-bones, Id. ap. Gal.19.86. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἄρμη Hp. en Erot.21.20, Gal.19.86, Hsch.<br /><b class="num">1</b> [[unión]] τὰς ... μίξεις γίνεσθαι ... καθ' ἁρμήν Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.154.<br /><b class="num">2</b> medic. [[sutura]], [[cicatriz]] | |dgtxt=-ῆς, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἄρμη Hp. en Erot.21.20, Gal.19.86, Hsch.<br /><b class="num">1</b> [[unión]] τὰς ... μίξεις γίνεσθαι ... καθ' ἁρμήν Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.154.<br /><b class="num">2</b> medic. [[sutura]], [[cicatriz]] ἄρμη· πᾶσα σύνοδος τραυμάτων Hp. en Erot.l.c., cf. Hsch., ἅρμης· τῆς ἐν τῇ κεφαλῇ ῥαφῆς Gal.l.c.<br /><b class="num">3</b> [[choque]] de escudos, Q.S.11.361 (var.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:56, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, (ἀραρίσκω) junction, Chrysipp.Stoic.2.154 (prob. for ὁρμήν); fitting together, of shields, Q.S.11.361; suture of a wound, Hp. ap.Erot.; of the skull-bones, Id. ap. Gal.19.86.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): ἄρμη Hp. en Erot.21.20, Gal.19.86, Hsch.
1 unión τὰς ... μίξεις γίνεσθαι ... καθ' ἁρμήν Chrysipp.Stoic.2.154.
2 medic. sutura, cicatriz ἄρμη· πᾶσα σύνοδος τραυμάτων Hp. en Erot.l.c., cf. Hsch., ἅρμης· τῆς ἐν τῇ κεφαλῇ ῥαφῆς Gal.l.c.
3 choque de escudos, Q.S.11.361 (var.).
German (Pape)
[Seite 355] ἡ, Vereinigung, Qu. Sm. 11, 361; VLL.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
union, Q.Sm. 11.361.
Étymologie: R. Σαρ d'où Ἁρ, lier, unir ; cf. εἵρω ; v. ἁρμός.
Greek Monolingual
και άλμη, η
διάλυμα νερού με αλάτι, η σαλαμούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. άρμη < άλμη, με φωνητική τροπή του -λ- προ συμφώνου στο αντίστοιχο υγρό -ρ- (πρβλ. ελπίδα < ερπίδα, αλμέγω > αρμέγω, αδελφός < αδερφός)].
Greek Monolingual
ἁρμή και ἅρμη, η (Α)
1. προσαρμογή, ένωση (πρβλ. άρμα Ι)
2. η ραφή τραύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη ρ. ar- «συνάπτω, συναρμόζω (πρβλ. αραρίσκω). Η δασύτητα της λ. ερμηνεύεται όπως και στη λ. άρμα].