καλλίσφυρος: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kallisfyros
|Transliteration C=kallisfyros
|Beta Code=kalli/sfuros
|Beta Code=kalli/sfuros
|Definition=ὁ, ἡ (fem. <b class="b3">-σφύρα</b> Sch.<span class="bibl">B.<span class="title">Scol.Oxy.</span>5i24</span>), [[beautifulankled]], of women, καλλισφύρου εἵνεκα νύμφης <span class="bibl">Il.9.560</span>, cf. <span class="bibl">14.319</span>, <span class="bibl">Od. 5.333</span>; Νίκη <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>384</span>; [[Ἥβη]] Poet. ap. <span class="bibl">Luc.<span class="title">DMort.</span>16.1</span>.
|Definition=ὁ, ἡ (fem. καλλισφύρα Sch.B.''Scol.Oxy.''5i24), [[beautifulankled]], of women, καλλισφύρου εἵνεκα νύμφης Il.9.560, cf. 14.319, Od. 5.333; Νίκη Hes.''Th.''384; [[Ἥβη]] Poet. ap. Luc.''DMort.''16.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux belles chevilles, aux beaux pieds.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[σφυρόν]].
|btext=ος, ον :<br />[[aux belles chevilles]], [[aux beaux pieds]].<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[σφυρόν]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καλλίσφῠρος''': ὁ, ἡ, ἐπὶ γυναικῶν, ἡ ἔχουσα καλὰ σφυρά, καλλισφύρου [[ἕνεκα]] νύμφης Ἰλ. Ι. 560 (556), πρβλ. Ξ. 319, Ὀδ. Ε. 333· Νίκη Ἡσ. Θ. 384, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[καλλίσφυρος]]· καλή, ἀπὸ μέρους. [[εὔρυθμος]]».
|elnltext=καλλίσφυρος -ον &#91;[[καλός]], [[σφυρόν]]] [[met fraaie enkels]]:. καλλισφύρου εἵνεκα νύμφης vanwege een meisje met prachtige enkels Il. 9.560.
}}
{{elru
|elrutext='''καλλίσφῠρος:''' с красивыми лодыжками, т. е. с изящными ногами ([[νύμφη]] Hom.; [[νίκη]] Hes.; Ἣβη Luc.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=καλίσφυρος, -ον, θηλ. και καλλισφύρα (Α)<br />αυτός που έχει ωραίους αστραγάλους («[[καλλίσφυρος]] Ἰνώ», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σφυρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σφυρόν]] «[[αστράγαλος]]»), [[πρβλ]]. [[λευκό]]-<i>σφυρος</i>, <i>ροδό</i>-<i>σφυρος</i>].
|mltxt=καλίσφυρος, -ον, θηλ. και καλλισφύρα (Α)<br />αυτός που έχει ωραίους αστραγάλους («[[καλλίσφυρος]] Ἰνώ», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σφυρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σφυρόν]] «[[αστράγαλος]]»), [[πρβλ]]. [[λευκόσφυρος]], [[ροδόσφυρος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καλλίσφῠρος:''' ὁ, ἡ ([[σφυρόν]]), αυτή που έχει ωραίους αστραγάλους, σε Όμηρ.
|lsmtext='''καλλίσφῠρος:''' ὁ, ἡ ([[σφυρόν]]), αυτή που έχει ωραίους αστραγάλους, σε Όμηρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καλλίσφῠρος:''' с красивыми лодыжками, т. е. с изящными ногами ([[νύμφη]] Hom.; [[νίκη]] Hes.; Ἣβη Luc.).
|lstext='''καλλίσφῠρος''': ὁ, ἡ, ἐπὶ γυναικῶν, ἡ ἔχουσα καλὰ σφυρά, καλλισφύρου [[ἕνεκα]] νύμφης Ἰλ. Ι. 560 (556), πρβλ. Ξ. 319, Ὀδ. Ε. 333· Νίκη Ἡσ. Θ. 384, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[καλλίσφυρος]]· καλή, ἀπὸ μέρους. [[εὔρυθμος]]».
}}
{{elnl
|elnltext=καλλίσφυρος -ον [καλός, σφυρόν] met fraaie enkels:. καλλισφύρου εἵνεκα νύμφης vanwege een meisje met prachtige enkels Il. 9.560.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=καλλίσφῠρος, ὁ, ἡ, [[σφυρόν]]<br />[[beautiful]]-ankled, Hom.
|mdlsjtxt=καλλίσφῠρος, ὁ, ἡ, [[σφυρόν]]<br />[[beautiful]]-ankled, Hom.
}}
}}

Latest revision as of 10:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλίσφῠρος Medium diacritics: καλλίσφυρος Low diacritics: καλλίσφυρος Capitals: ΚΑΛΛΙΣΦΥΡΟΣ
Transliteration A: kallísphyros Transliteration B: kallisphyros Transliteration C: kallisfyros Beta Code: kalli/sfuros

English (LSJ)

ὁ, ἡ (fem. καλλισφύρα Sch.B.Scol.Oxy.5i24), beautifulankled, of women, καλλισφύρου εἵνεκα νύμφης Il.9.560, cf. 14.319, Od. 5.333; Νίκη Hes.Th.384; Ἥβη Poet. ap. Luc.DMort.16.1.

German (Pape)

[Seite 1311] mit schönen Knöcheln am Fuße, schönfüßig, Beiwort schöner Frauen; Il. 14, 319 Od. 5, 333; νίκη Hes. Th. 384. 507; Ἥβη Luc. D. mort. 16, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles chevilles, aux beaux pieds.
Étymologie: καλός, σφυρόν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλίσφυρος -ον [καλός, σφυρόν] met fraaie enkels:. καλλισφύρου εἵνεκα νύμφης vanwege een meisje met prachtige enkels Il. 9.560.

Russian (Dvoretsky)

καλλίσφῠρος: с красивыми лодыжками, т. е. с изящными ногами (νύμφη Hom.; νίκη Hes.; Ἣβη Luc.).

English (Autenrieth)

(σφυρά): fair-ankled.

Greek Monolingual

καλίσφυρος, -ον, θηλ. και καλλισφύρα (Α)
αυτός που έχει ωραίους αστραγάλους («καλλίσφυρος Ἰνώ», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -σφυρος (< σφυρόν «αστράγαλος»), πρβλ. λευκόσφυρος, ροδόσφυρος].

Greek Monotonic

καλλίσφῠρος: ὁ, ἡ (σφυρόν), αυτή που έχει ωραίους αστραγάλους, σε Όμηρ.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίσφῠρος: ὁ, ἡ, ἐπὶ γυναικῶν, ἡ ἔχουσα καλὰ σφυρά, καλλισφύρου ἕνεκα νύμφης Ἰλ. Ι. 560 (556), πρβλ. Ξ. 319, Ὀδ. Ε. 333· Νίκη Ἡσ. Θ. 384, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καλλίσφυρος· καλή, ἀπὸ μέρους. εὔρυθμος».

Middle Liddell

καλλίσφῠρος, ὁ, ἡ, σφυρόν
beautiful-ankled, Hom.