Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οἰακοστρόφος: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oiakostrofos
|Transliteration C=oiakostrofos
|Beta Code=oi)akostro/fos
|Beta Code=oi)akostro/fos
|Definition=ὁ, = [[οἰακονόμος]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>4(3).71(89)</span>, <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>62</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span>523</span>; ἀνάγκης οἰ. <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>515</span>, etc.
|Definition=ὁ, = [[οἰακονόμος]], Pi.''I.''4(3).71(89), A.''Th.''62, E.''Med.''523; ἀνάγκης οἰ. [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''515, etc.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui dirige (<i>propr.</i> qui fait tourner) le gouvernail.<br />'''Étymologie:''' [[οἴαξ]], [[στρέφω]].
|btext=ος, ον :<br />qui dirige (<i>propr.</i> qui fait tourner) le gouvernail.<br />'''Étymologie:''' [[οἴαξ]], [[στρέφω]].
}}
{{elru
|elrutext='''οἰᾱκοστρόφος:''' <b class="num">II</b> ὁ [[кормчий]] ([[νηός]], перен. ἀνάγκης Aesch.).<br />правящий кормовым веслом ([[κυβερνατήρ]] Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 20:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[οἰακοστρόφος]] [[guiding]] the [[tiller]] met. διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο κυβερνατῆρος οἰακοστρόφου γνώμᾳ πεπιθὼν πολυβούλῳ sc. of the [[trainer]] Orseas (I. 4.71)
|sltr=[[οἰακοστρόφος]] [[guiding]] the [[tiller]] met. διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο κυβερνατῆρος οἰακοστρόφου γνώμᾳ πεπιθὼν πολυβούλῳ ''[[sc.]]'' of the [[trainer]] Orseas (I. 4.71)
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰακοστρόφος:''' ὁ ([[στρέφω]]), = [[οἰακονόμος]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''οἰακοστρόφος:''' ὁ ([[στρέφω]]), = [[οἰακονόμος]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰᾱκοστρόφος:''' <b class="num">II</b> ὁ кормчий ([[νηός]], перен. ἀνάγκης Aesch.).<br />правящий кормовым веслом ([[κυβερνατήρ]] Pind.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=οἰᾱκο-[[στρόφος]], ὁ, [[στρέφω]] = [[οἰακονόμος]], Aesch., Eur.]
|mdlsjtxt=οἰᾱκο-[[στρόφος]], ὁ, [[στρέφω]] = [[οἰακονόμος]], Aesch., Eur.]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[τιμονιέρης]]). Σύνθετο ἀπό τό [[οἴαξ]] (=[[πηδάλι]]) + [[στρέφω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό τό [[οἴαξ]]: [[οἰακίζω]] (=[[κυβερνῶ]]), [[οἰάκισις]], [[οἰάκισμα]], [[οἰακιστής]], [[οἰάκιον]] (ὑποκορ.), [[οἰακονόμος]] (=[[κυβερνήτης]]), οἰακοστροφῶ (=[[διευθύνω]]).
}}
}}

Latest revision as of 09:15, 7 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰᾱκοστρόφος Medium diacritics: οἰακοστρόφος Low diacritics: οιακοστρόφος Capitals: ΟΙΑΚΟΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: oiakostróphos Transliteration B: oiakostrophos Transliteration C: oiakostrofos Beta Code: oi)akostro/fos

English (LSJ)

ὁ, = οἰακονόμος, Pi.I.4(3).71(89), A.Th.62, E.Med.523; ἀνάγκης οἰ. A.Pr.515, etc.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dirige (propr. qui fait tourner) le gouvernail.
Étymologie: οἴαξ, στρέφω.

Russian (Dvoretsky)

οἰᾱκοστρόφος: IIкормчий (νηός, перен. ἀνάγκης Aesch.).
правящий кормовым веслом (κυβερνατήρ Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰᾱκοστρόφος: ὁ, = οἰακονόμος, Πινδ. Ι. 4. 121, Αἰσχύλ. Θήβ. 62, Εὐρ. Μήδ. 524· οἰακ. ἀνάγκης Αἰσχύλ. Πρ. 515, κλ.

English (Slater)

οἰακοστρόφος guiding the tiller met. διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο κυβερνατῆρος οἰακοστρόφου γνώμᾳ πεπιθὼν πολυβούλῳ sc. of the trainer Orseas (I. 4.71)

Greek Monolingual

ο (Α οἰακοστρόφος)
1. αυτός που χειρίζεται τον οίακα, ο πηδαλιούχος, ο τιμονιέρης
2. μτφ. αυτός που διαχειρίζεται τα κοινά με σωστό τρόπο, άξιος κυβερνήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ, -ακος «τιμόνι» + -στροφός (< στρέφω)].

Greek Monotonic

οἰακοστρόφος: ὁ (στρέφω), = οἰακονόμος, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

οἰᾱκο-στρόφος, ὁ, στρέφω = οἰακονόμος, Aesch., Eur.]

Mantoulidis Etymological

(=τιμονιέρης). Σύνθετο ἀπό τό οἴαξ (=πηδάλι) + στρέφω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό τό οἴαξ: οἰακίζω (=κυβερνῶ), οἰάκισις, οἰάκισμα, οἰακιστής, οἰάκιον (ὑποκορ.), οἰακονόμος (=κυβερνήτης), οἰακοστροφῶ (=διευθύνω).