λυμεών: Difference between revisions
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῶνος (ὁ) :<br />fléau.<br />'''Étymologie:''' [[λύμη]]. | |btext=ῶνος (ὁ) :<br />[[fléau]].<br />'''Étymologie:''' [[λύμη]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ῡ], ῶνος, ὁ, = [[λυμαντήρ]], <i>Beschädiger, [[Zerstörer]]</i>; Soph. Ai 570; γυναικῶν λυμεῶνες Eur. Hipp 1068; λυμεῶνες im <span class="ggns">Gegensatz</span> von σωτῆρες Isocr 4.80; Xen. <i>Hier</i>. 6.6 und Sp., wie Plut. <i>adv. Stoic</i>. 1. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῡμεών:''' ῶνος ὁ Soph., Eur., Xen., Isocr. = [[λυμαντήριος]] II. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῡμεών:''' -ῶνος, ὁ ([[λύμη]]), [[καταστροφέας]], [[διαφθορέας]], σε Σοφ., Ευρ. | |lsmtext='''λῡμεών:''' -ῶνος, ὁ ([[λύμη]]), [[καταστροφέας]], [[διαφθορέας]], σε Σοφ., Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 13:50, 8 January 2023
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, (λύμη) destroyer, corrupter, λ. ἐμός S.Aj.573; γυναικῶν E.Hipp.1068; σωτῆρες ἀλλὰ μὴ λυμεῶνες [τῶν Ἑλλήνων] Isoc. 8.141, cf. 4.80; λυμεῶνι σώματος θαλάσσᾳ Tim.Pers.81; ὁδουροὶ λ., of robbers, E.Fr.260, cf. J.BJ4.3.9; φόβος τῶν ἡδέων λ. X.Hier.6.6; κοινὸς λ. τῆς πόλεως SIG799.23 (Cyzic., i A.D.); τῆς τέχνης, of bad physicians, Gal.9.916; σκύλακας… λ. τῶν ποιμνίων Jul.Or.2.87a; ὄφιν λ. ἀνθρωπίνης γενέσεως Id.Gal.93d.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
fléau.
Étymologie: λύμη.
German (Pape)
[ῡ], ῶνος, ὁ, = λυμαντήρ, Beschädiger, Zerstörer; Soph. Ai 570; γυναικῶν λυμεῶνες Eur. Hipp 1068; λυμεῶνες im Gegensatz von σωτῆρες Isocr 4.80; Xen. Hier. 6.6 und Sp., wie Plut. adv. Stoic. 1.
Russian (Dvoretsky)
λῡμεών: ῶνος ὁ Soph., Eur., Xen., Isocr. = λυμαντήριος II.
Greek (Liddell-Scott)
λῡμεών: -ῶνος, ὁ, (λύμη) καταστροφεύς, διαφθορεύς, ὁ λ. ἐμὸς Σοφ. Αἴ. 573· λ. γυναικῶν Εὐρ. Ἱππ. 1068· σωτῆρες ἀλλὰ μὴ λυμεῶνες τῶν Ἑλλήνων Ἰσοκρ. 187Β, πρβλ. 56Ε· ἔπαυσ’ ὁδουροὺς λυμεῶνας, ἐπὶ τῶν ἐν ὁδῷ κακουργούντων, δηλ. τῶν λῃστῶν, Εὐρ. Ἀποσπ. 262· φόβος τῶν ἡδέων λυμεὼν Ξεν. Ἱέρ. 6, 6.
Greek Monolingual
ο (AM λυμεών, -ῶνος)
1. καταστροφέας, αφανιστής, εξολοθρευτής («σκύλακας... λυμεῶνας τῶν ποιμνίων», Ιουλ.)
2. διαφθορέας, εκμεταλλευτής («οι λυμεώνες της κοινωνίας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύμη «καταστροφή, όλεθρος» + κατάλ. -εών (πρβλ. απατεών)].
Greek Monotonic
λῡμεών: -ῶνος, ὁ (λύμη), καταστροφέας, διαφθορέας, σε Σοφ., Ευρ.
Middle Liddell
λῡμεών, ῶνος, λύμη
a destroyer, spoiler, corrupter, Soph., Eur.