μητρικός: Difference between revisions

From LSJ

ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mitrikos
|Transliteration C=mitrikos
|Beta Code=mhtriko/s
|Beta Code=mhtriko/s
|Definition=ή, όν, [[of a mother]], τιμή <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1165a27</span>; κτῆσις <span class="bibl">Poll.3.11</span>; [χρυσοῦς] τύπος μ. πρὸς ξύλῳ <span class="title">Inscr.Délos</span>399<span class="title">B</span>142 (ii B.C.); τὰ μ. <span class="bibl"><span class="title">PStrassb.</span>122.4</span> (ii A.D.); μέρη πατρικὰ καὶ μ. <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>302.20</span> (ii A.D.); <b class="b3">μ. τόπος</b> a region of the zodiac, <span class="bibl">Vett.Val.101.8</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">D.H. <span class="title">Rh.</span>9.4</span>.
|Definition=μητρική, μητρικόν, [[of a mother]], τιμή [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1165a27; κτῆσις Poll.3.11; [χρυσοῦς] τύπος μ. πρὸς ξύλῳ ''Inscr.Délos''399''B''142 (ii B.C.); τὰ μ. ''PStrassb.''122.4 (ii A.D.); μέρη πατρικὰ καὶ μητρικά ''BGU''302.20 (ii A.D.); <b class="b3">μητρικὸς τόπος</b> a region of the [[zodiac]], Vett.Val.101.8. Adv. [[μητρικῶς]] D.H. ''Rh.''9.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de mère, maternel.<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]].
|btext=ή, όν :<br />[[de mère]], [[maternel]].<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]].
}}
{{elru
|elrutext='''μητρικός:''' [[материнский]] ([[τιμή]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μητρικός:''' -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη [[μητέρα]], Λατ. [[maternus]], σε Αριστ.
|lsmtext='''μητρικός:''' -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη [[μητέρα]], Λατ. [[maternus]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''μητρικός:''' [[материнский]] ([[τιμή]] Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μητρικός]], ή, όν<br />of a [[mother]], Lat. [[maternus]], Arist.
|mdlsjtxt=[[μητρικός]], ή, όν<br />of a [[mother]], Lat. [[maternus]], Arist.
}}
}}

Latest revision as of 10:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητρικός Medium diacritics: μητρικός Low diacritics: μητρικός Capitals: ΜΗΤΡΙΚΟΣ
Transliteration A: mētrikós Transliteration B: mētrikos Transliteration C: mitrikos Beta Code: mhtriko/s

English (LSJ)

μητρική, μητρικόν, of a mother, τιμή Arist.EN1165a27; κτῆσις Poll.3.11; [χρυσοῦς] τύπος μ. πρὸς ξύλῳ Inscr.Délos399B142 (ii B.C.); τὰ μ. PStrassb.122.4 (ii A.D.); μέρη πατρικὰ καὶ μητρικά BGU302.20 (ii A.D.); μητρικὸς τόπος a region of the zodiac, Vett.Val.101.8. Adv. μητρικῶς D.H. Rh.9.4.

German (Pape)

[Seite 179] mütterlich; κτῆσις, Poll. 3, 11; τιμή, Arist. eth. 9, 2. – Adv., μητρικῶς παραμυθεῖσθαι, D. Hal. rhet. 9, 3.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de mère, maternel.
Étymologie: μήτηρ.

Russian (Dvoretsky)

μητρικός: материнский (τιμή Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μητρικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Λατ. maternus, τιμὴ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 2, 8· κτῆσις Πολυδ. Γ΄, 11. Ἐπίρρ. -κῶς, Διον. Ἁλ. Τέχν. Ρητ. 9. 4.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ μητρικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μητέρα (α. «μητρική στοργή» β. «μητρικό γάλα»)
νεοελλ.
1. φρ. α) «μητρική γλώσσα» — η πρώτη γλώσσα που μαθαίνει κανείς από τη βρεφική του ηλικία, η γλώσσα του έθνους του
β) «μητρική γενεαλογική γραμμή» ή «μητρική συγγενική σειρά»
(κοινων.-ανθρωπολ.) η γενεαλογική γραμμή της οποίας όλα τα μέλη θεωρούνται απόγονοι μέσω της μητρογραμμικής καταγωγής κοινού προγόνου
γ) «μητρική εταιρεία»
(οικον.) η εταιρεία από την οποία ιδρύεται μια άλλη, εξαρτημένη εταιρεία, και η οποία λέγεται θυγατρική
δ) «μητρική συμπεριφορά»
(ψυχολ.) τύπος ενστικτώδους προστατευτικής συμπεριφοράς
ε) «μητρικό ένστικτο»
(ψυχολ.) τάση συναισθηματικής προσκόλλησης της μητέρας στο παιδί της
2. φρ. «μητρικά νοσήματα» ή, απλώς, «μητρικά» — οι παθήσεις της μήτρας
νεοελλ.-μσν.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μήτρα
αρχ.
φρ. «μητρικός τόπος» — περιοχή του ζωδιακού κύκλου.
επίρρ...
μητρικώς και -ά (ΑΜ μητρικῶς)
με μητρικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + κατάλ. -ικός].

Greek Monotonic

μητρικός: -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη μητέρα, Λατ. maternus, σε Αριστ.

Middle Liddell

μητρικός, ή, όν
of a mother, Lat. maternus, Arist.