πειστήριος: Difference between revisions
Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=peistirios | |Transliteration C=peistirios | ||
|Beta Code=peisth/rios | |Beta Code=peisth/rios | ||
|Definition=α, ον, [[persuasive]], [[winning]], λόγοι | |Definition=α, ον, [[persuasive]], [[winning]], λόγοι E.''IT'' 1053. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />propre à persuader, persuasif.<br />'''Étymologie:''' [[πείθω]]. | |btext=α, ον :<br />[[propre à persuader]], [[persuasif]].<br />'''Étymologie:''' [[πείθω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πειστήριος -α -ον [πείθω] [[overtuigend]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πειστήριος:''' [[убеждающий]], [[убедительный]], [[проникновенный]] (λόγοι Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[πειστήριος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πειστήριο</i> [[κάθε]] [[αντικείμενο]] που συμβάλλει στο να βεβαιωθεί ένα [[έγκλημα]] που διαπράχθηκε ή να αποδειχθεί η [[ενοχή]] ή η [[αθωότητα]] του κατηγορουμένου, αποδεικτικό [[στοιχείο]], [[τεκμήριο]], [[απόδειξη]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να πείθει, ο [[πειστικός]] («λόγους πειστηρίους εὕρισκε», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πειθ</i>- του [[πείθω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> (<i>με</i> συριστικοποίηση του -<i>θ</i>-προ του -<i>τ</i>-), | |mltxt=-α, -ο / [[πειστήριος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πειστήριο</i> [[κάθε]] [[αντικείμενο]] που συμβάλλει στο να βεβαιωθεί ένα [[έγκλημα]] που διαπράχθηκε ή να αποδειχθεί η [[ενοχή]] ή η [[αθωότητα]] του κατηγορουμένου, αποδεικτικό [[στοιχείο]], [[τεκμήριο]], [[απόδειξη]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να πείθει, ο [[πειστικός]] («λόγους πειστηρίους εὕρισκε», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πειθ</i>- του [[πείθω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> (<i>με</i> συριστικοποίηση του -<i>θ</i>-προ του -<i>τ</i>-), [[πρβλ]]. [[πιεστήριος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πειστήριος:''' -α, -ον, = το επόμ., [[πειστικός]], σε Ευρ. | |lsmtext='''πειστήριος:''' -α, -ον, = το επόμ., [[πειστικός]], σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πειστήριος''': -α, -ον, ὁ καταπείθων, [[πειστικός]], λόγοι Εὐρ. Ι. Τ. 1053. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 36: | Line 36: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[convincing]], [[persuasive]] | |woodrun=[[convincing]], [[persuasive]] | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[persuasive]]=== | |||
Azerbaijani: tutarlı, inandırıcı, qaneedici, sübutlu, əsaslı; Bulgarian: убедителен; Catalan: persuasiu; Chinese Mandarin: 有說服力的/有说服力的; Czech: přesvědčivý; Finnish: suostutteleva, vakuuttava; French: [[persuasif]], [[convaincant]]; Galician: persuasivo, persuasor; German: [[überzeugend]], [[Überredungs-]]; Greek: [[πειστικός]]; Ancient Greek: [[ἄμαχος]], [[ἀναπειστήριος]], [[ἀξιοτέκμαρτος]], [[ἀποδεικτικός]], [[ἀσφαλής]], [[δυσωπητικός]], [[εὐπειθής]], [[εὐπιθής]], [[κωτίλος]], [[παραρρητός]], [[πειθός]], [[πειστήριος]], [[πειστικός]], [[περαντικός]], [[πιθανός]], [[πιστευτικός]], [[πιστικός]], [[προσαγωγός]], [[προτρεπτικός]], [[συνακτικός]], [[συνερκτικός]], [[ὑπαγωγικός]], [[ψυχαγωγικός]]; Latin: [[suasorius]]; Polish: przekonujący, przekonywający; Portuguese: [[persuasivo]], [[persuasível]], [[convincente]], [[persuasório]]; Romanian: convingător, persuasiv; Russian: [[убедительный]]; Serbo-Croatian Roman: persuazivan, uvjerljiv; Spanish: [[persuasivo]], [[convincente]], [[persuasor]], [[persuasorio]]; Swedish: övertygande | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:18, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον, persuasive, winning, λόγοι E.IT 1053.
German (Pape)
[Seite 547] zum Überreden gehörig, überredend, λόγοι, Eur. I. T. 1053.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
propre à persuader, persuasif.
Étymologie: πείθω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πειστήριος -α -ον [πείθω] overtuigend.
Russian (Dvoretsky)
πειστήριος: убеждающий, убедительный, проникновенный (λόγοι Eur.).
Greek Monolingual
-α, -ο / πειστήριος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πειστήριο κάθε αντικείμενο που συμβάλλει στο να βεβαιωθεί ένα έγκλημα που διαπράχθηκε ή να αποδειχθεί η ενοχή ή η αθωότητα του κατηγορουμένου, αποδεικτικό στοιχείο, τεκμήριο, απόδειξη
αρχ.
αυτός που έχει την ικανότητα να πείθει, ο πειστικός («λόγους πειστηρίους εὕρισκε», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- του πείθω + επίθημα -τήριος (με συριστικοποίηση του -θ-προ του -τ-), πρβλ. πιεστήριος].
Greek Monotonic
πειστήριος: -α, -ον, = το επόμ., πειστικός, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πειστήριος: -α, -ον, ὁ καταπείθων, πειστικός, λόγοι Εὐρ. Ι. Τ. 1053.
Middle Liddell
πειστήριος, η, ον = πειστικός
persuasive, Eur.
English (Woodhouse)
Translations
persuasive
Azerbaijani: tutarlı, inandırıcı, qaneedici, sübutlu, əsaslı; Bulgarian: убедителен; Catalan: persuasiu; Chinese Mandarin: 有說服力的/有说服力的; Czech: přesvědčivý; Finnish: suostutteleva, vakuuttava; French: persuasif, convaincant; Galician: persuasivo, persuasor; German: überzeugend, Überredungs-; Greek: πειστικός; Ancient Greek: ἄμαχος, ἀναπειστήριος, ἀξιοτέκμαρτος, ἀποδεικτικός, ἀσφαλής, δυσωπητικός, εὐπειθής, εὐπιθής, κωτίλος, παραρρητός, πειθός, πειστήριος, πειστικός, περαντικός, πιθανός, πιστευτικός, πιστικός, προσαγωγός, προτρεπτικός, συνακτικός, συνερκτικός, ὑπαγωγικός, ψυχαγωγικός; Latin: suasorius; Polish: przekonujący, przekonywający; Portuguese: persuasivo, persuasível, convincente, persuasório; Romanian: convingător, persuasiv; Russian: убедительный; Serbo-Croatian Roman: persuazivan, uvjerljiv; Spanish: persuasivo, convincente, persuasor, persuasorio; Swedish: övertygande