τηκεδών: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tikedon | |Transliteration C=tikedon | ||
|Beta Code=thkedw/n | |Beta Code=thkedw/n | ||
|Definition=όνος, ἡ, < | |Definition=-όνος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[melting]], of snow, [[Diodorus Siculus|D.S.]]1.39.<br><span class="bld">II</span> [[wasting away]], [[consumption]], Od.11.201; τοῦ σκήνεος Aret.''SD''1.14; <b class="b3">νούσων τακεδόνες</b> (Dor. form) ''Supp.Epigr.''2.615 (Teos, metr.); νόσῳ τηκεδόνι χρώμενος App.''BC''1.107.<br><span class="bld">2</span> [[a means for reducing one's weight]], Hp.''Mul.''2.180.<br><span class="bld">3</span> [[putrefaction]], σαρκὸς τακεδόνες Ti.Locr.102c, cf. Pl.''Ti.''82e; τ. πιμελῆς Gal.16.703. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=όνος (ἡ) :<br />consomption, dépérissement.<br />'''Étymologie:''' [[τήκω]]. | |btext=όνος (ἡ) :<br />[[consomption]], [[dépérissement]].<br />'''Étymologie:''' [[τήκω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τηκεδών:''' όνος ἡ<br /><b class="num">1</b> [[угасание]], [[увядание]], [[утрата сил]] Hom.;<br /><b class="num">2</b> [[разложение]], [[гниение]] (σαρκός Plat.);<br /><b class="num">3</b> [[таяние]] (τῶν πάγων Diod.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τηκεδών:''' -όνος, ἡ (τήκομαι), [[τήξη]], [[φθορά]], [[παρακμή]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''τηκεδών:''' -όνος, ἡ (τήκομαι), [[τήξη]], [[φθορά]], [[παρακμή]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[τηκεδών]], όνος, ἡ, [τήκομαι]<br />a [[melting]] [[away]]: a [[wasting]] [[away]], [[consumption]], [[decline]], Od. | |mdlsjtxt=[[τηκεδών]], όνος, ἡ, [τήκομαι]<br />a [[melting]] [[away]]: a [[wasting]] [[away]], [[consumption]], [[decline]], Od. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:45, 27 March 2024
English (LSJ)
-όνος, ἡ,
A melting, of snow, D.S.1.39.
II wasting away, consumption, Od.11.201; τοῦ σκήνεος Aret.SD1.14; νούσων τακεδόνες (Dor. form) Supp.Epigr.2.615 (Teos, metr.); νόσῳ τηκεδόνι χρώμενος App.BC1.107.
2 a means for reducing one's weight, Hp.Mul.2.180.
3 putrefaction, σαρκὸς τακεδόνες Ti.Locr.102c, cf. Pl.Ti.82e; τ. πιμελῆς Gal.16.703.
German (Pape)
[Seite 1105] όνος, ἡ, das Schmelzen, Zerschmelzen des Schnees, D. Sic. 1, 39; das Verwesen, σαρκός, Tim. Locr. 102 c; vgl. Plat. Tim. 82 e; die Abzehrung, bes. als Krankheit, die Schwindsucht, οὔ τις οὖν μοι νοῦσος ἐπήλυθεν, ἥτε μάλιστα τηκεδόνι στυγερῇ μελέων ἐξείλετο θυμόν, Od. 11, 201; Sp., εὐνῆς, Agath. 7 (V, 289); auch ein zehrendes Mittel gegen das Fettwerden, Medic.
French (Bailly abrégé)
όνος (ἡ) :
consomption, dépérissement.
Étymologie: τήκω.
Russian (Dvoretsky)
τηκεδών: όνος ἡ
1 угасание, увядание, утрата сил Hom.;
2 разложение, гниение (σαρκός Plat.);
3 таяние (τῶν πάγων Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
τηκεδών: -όνος, ἡ, τῆξις, ἐπὶ χιόνος, Διόδ. 1. 39. ΙΙ. τὸ τήκεσθαι, φθίνειν, φθίσις, Ὀδ. Λ. 201· νόσῳ τηκεδόνι χρώμενος Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 107. 2) μέσον πρὸς ἴσχνανσιν’ Ἱππ. 665. 39· σαρκὸς τακεδόνες Τίμ. Λοκρ. 102C, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 82Ε.
English (Autenrieth)
όνος: melting, wasting away, decline, Od. 11.201†.
Greek Monolingual
-όνος, ἡ, ΜΑ, και δωρ. τ. τακεδών Α
(για χιόνι) τήξη, λειώσιμο («διαλυομένων ὑπὸ τῆς θερμασίας τῶν πάγων, πολλὴν τηκεδόνα γίνεσθαι», Διόδ.)
αρχ.
1. μαρασμός, βαθμιαία, συνεχής φθορά του σώματος («οὔτε τις οὖν μοι νοῦσος ἐπήλυθεν, ἥτε μάλιστα τηκεδόνι στυγερῇ μελέων ἐξείλετο θυμόν», Ομ. Οδ.)
2. σήψη στον οργανισμό («τροπαὶ αἵματος ἤ σαρκὸς τακεδόνες», Τίμ. Λοκρ.)
3. μέσο για αδυνάτισμα, για μείωση του πάχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. σχηματισμένος από το θ. του ρ. τήκω με επίθημα -ε-δών (πρβλ. σηπ-ε-δών)].
Greek Monotonic
τηκεδών: -όνος, ἡ (τήκομαι), τήξη, φθορά, παρακμή, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
τηκεδών, όνος, ἡ, [τήκομαι]
a melting away: a wasting away, consumption, decline, Od.