τοξοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

Αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν → Ask, and it shall be given you; seek, and ye shall find; knock, and it shall be opened unto you (Matthew 7:7)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />habileté à tirer de l'arc.<br />'''Étymologie:''' [[τόξον]].
|btext=ης (ἡ) :<br />[[habileté à tirer de l'arc]].<br />'''Étymologie:''' [[τόξον]].
}}
{{elru
|elrutext='''τοξοσύνη:''' (ῠ) ἡ [[искусство стрельбы из лука]] Hom., Eur.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τοξοσύνη:''' ἡ, [[επιστήμη]], [[γνώση]] των τόξων, [[εμπειρία]] στην [[τοξοβολία]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
|lsmtext='''τοξοσύνη:''' ἡ, [[επιστήμη]], [[γνώση]] των τόξων, [[εμπειρία]] στην [[τοξοβολία]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''τοξοσύνη:''' (ῠ) ἡ [[искусство стрельбы из лука]] Hom., Eur.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τοξοσύνη]], ἡ,<br />[[bowmanship]], [[archery]], Il., Eur.
|mdlsjtxt=[[τοξοσύνη]], ἡ,<br />[[bowmanship]], [[archery]], Il., Eur.
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοξοσύνη Medium diacritics: τοξοσύνη Low diacritics: τοξοσύνη Capitals: ΤΟΞΟΣΥΝΗ
Transliteration A: toxosýnē Transliteration B: toxosynē Transliteration C: toksosyni Beta Code: tocosu/nh

English (LSJ)

ἡ, bowmanship, archery, Il.13.314, E.Andr.1194 (lyr.).—Poet. word, ἡ τοξική being used in Prose.

German (Pape)

[Seite 1128] ἡ, die Kunst mit dem Bogen zu schießen; Il. 13, 314; ἐπὶ τοξοσύνᾳ φονίῳ Eur. Andr. 1195.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
habileté à tirer de l'arc.
Étymologie: τόξον.

Russian (Dvoretsky)

τοξοσύνη: (ῠ) ἡ искусство стрельбы из лука Hom., Eur.

Greek (Liddell-Scott)

τοξοσύνη: ἡ, ἡ τόξων ἐπιστήμη, ἐμπειρία εἰς τὸ τοξεύειν, Ἰλ. Ν. 314, Εὐρ. Ἀνδρ. 1194· - ποιητικὴ λέξις, ἐν δὲ τῷ πεζῷ λόγῳ λέγεται τοξική, ἡ.

English (Autenrieth)

archery, Il. 13.314†.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ποιητ. τ.) η τέχνη του να τοξεύει κανείς, η ικανότητα στην τόξευση («ὃς ἄριστος τοξοσύνῃ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + κατάλ. -σύνη].

Greek Monotonic

τοξοσύνη: ἡ, επιστήμη, γνώση των τόξων, εμπειρία στην τοξοβολία, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.

Middle Liddell

τοξοσύνη, ἡ,
bowmanship, archery, Il., Eur.