ἀκοίμητος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akoimitos | |Transliteration C=akoimitos | ||
|Beta Code=a)koi/mhtos | |Beta Code=a)koi/mhtos | ||
|Definition= | |Definition=ἀκοίμητον, [[sleepless]], [[unresting]], of sea, [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''139; Νύμφαι Theoc.13.44; πῦρ Plu.''Cam.''20, Ael.''NA''11.3; φέγγος [[LXX]] ''Wi.''7.10; ἀ. καὶ ἀπαραλόγιστος Arr.''Epict.''1.14.12, etc.; ἀ. δάκρυσι ''IG''9(2).317.4 (Tricca). Adv. [[ἀκοιμήτως]], ἔχει πρὸς τὰ θεῖα Ph.''Fr.''101 H. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui ne sommeille pas, qui ne se repose pas.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κοιμάω]]. | |btext=ος, ον :<br />[[qui ne sommeille pas]], [[qui ne se repose pas]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κοιμάω]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>schlaf-, [[rastlos]]</i>, [[ῥεῦμα]] Aesch. <i>Prom</i>. 139; Νύμφαι Theocr. 13.44; πόδες <i>Ep.adesp</i>. 664 (VII.337); δόρατα Bian. 18 (VII.396); in sp. [[Prosa]], [[πῦρ]], vom [[Feuer]] der [[Vestalinnen]], Plut. <i>Camill</i>. 20. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκοίμητος:'''<br /><b class="num">1</b> [[не знающий сна]], [[никогда не отдыхающий]], [[вечно бодрствующий]] ([[ῥεῦμα]] Ὠκεανοῦ Aesch.; Νύμφαι Theocr.; δόρατα Anth.);<br /><b class="num">2</b> [[неугасимый]] ([[πῦρ]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκοίμητος:''' -ον ([[κοιμάω]]), άϋπνος, [[άγρυπνος]], λέγεται για τη [[θάλασσα]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀκοίμητος:''' -ον ([[κοιμάω]]), άϋπνος, [[άγρυπνος]], λέγεται για τη [[θάλασσα]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κοιμάω]]<br />[[sleepless]], of the sea, Aesch. | |mdlsjtxt=[[κοιμάω]]<br />[[sleepless]], of the sea, Aesch. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:20, 7 February 2024
English (LSJ)
ἀκοίμητον, sleepless, unresting, of sea, A.Pr.139; Νύμφαι Theoc.13.44; πῦρ Plu.Cam.20, Ael.NA11.3; φέγγος LXX Wi.7.10; ἀ. καὶ ἀπαραλόγιστος Arr.Epict.1.14.12, etc.; ἀ. δάκρυσι IG9(2).317.4 (Tricca). Adv. ἀκοιμήτως, ἔχει πρὸς τὰ θεῖα Ph.Fr.101 H.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no duerme Νύμφαι Theoc.13.44, c. hipálage ἀγγελίη ἀκοιμήτων ὑμεναίων Musae.12
•de ahí vigilante, atento Ἄργος ἀκοιμήτοισι κεκασμένος ὀφθαλμοῖσι Mosch.2.57, ὄμμα Ph.1.579, βλέφαρα Nonn.Par.Eu.Io.17.15, ὀπωπαί Nonn.D.35.234, πρόνοια POxy.1468.7 (III d.C.).
2 que no descansa, que nunca reposa del mar, A.Pr.140, ῥέεθρον ISide 106.10 (III d.C.), ὁ σκώληξ ὁ ἀ. Apoc.Esd.4.20
•que no cesa πῦρ Plu.Cam.20, Ael.NA 11.3, φέγγος LXX Sap.7.10, ἀκοιμήτου φλόγα πεύκης Nonn.D.3.43, δάκρυα IG 9(2).317.4 (Trica III d.C.).
II adv. -ως vigilantemente ἔχειν πρὸς τὰ θεῖα Ph.Fr.101H.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne sommeille pas, qui ne se repose pas.
Étymologie: ἀ, κοιμάω.
German (Pape)
schlaf-, rastlos, ῥεῦμα Aesch. Prom. 139; Νύμφαι Theocr. 13.44; πόδες Ep.adesp. 664 (VII.337); δόρατα Bian. 18 (VII.396); in sp. Prosa, πῦρ, vom Feuer der Vestalinnen, Plut. Camill. 20.
Russian (Dvoretsky)
ἀκοίμητος:
1 не знающий сна, никогда не отдыхающий, вечно бодрствующий (ῥεῦμα Ὠκεανοῦ Aesch.; Νύμφαι Theocr.; δόρατα Anth.);
2 неугасимый (πῦρ Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκοίμητος: -ον, = ἄϋπνος, ὁ μὴ ἀναπαυόμενος, περὶ τῆς θαλάσσης, Αἰσχύλ. Πρ. 139· πρβλ. Θεόκρ. 13. 44, Διόδ., Πλούτ., κτλ.· ἀκ. δάκρυσι, Συλλ. Ἐπιγρ. 1778· ἐπὶ τοῦ αὐτοκράτορος, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1064. 9: ― Ὁ τύπος ἀκοίμιστος, ον εἶναι ἀμφίβολος ἐν Διοδ. Ἐκλογ. 616. 48.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀκοίμητος, -ον) (ΑΝ)
1. αυτός που δεν κοιμάται, δεν κοιμήθηκε ή δεν μπορεί να κοιμηθεί, άυπνος, άγρυπνος
2. ακατεύναστος, ακαταπράυντος
(μσν.-νεοελλ. μτφ.)
1. ακατάπαυστος, διαρκής, αιώνιος
2. αυτός που δεν σβήνει ποτέ, ο άσβηστος
νεοελλ.
αυτός που επαγρυπνεί, που επιβλέπει αδιάκοπα, άγρυπνος
μσν.
ως ουσ. οι Ακοίμητοι
μοναχοί ομώνυμης μονής της Κωνσταντινουπόλεως (βλ. Ακοιμήτων Μονή).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ-στερητ. + κοιμῶμαι (-ᾶμαι).
ΠΑΡ. νεοελλ. ακοιμησία].
Greek Monotonic
ἀκοίμητος: -ον (κοιμάω), άϋπνος, άγρυπνος, λέγεται για τη θάλασσα, σε Αισχύλ.