ἁλιαής: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aliais | |Transliteration C=aliais | ||
|Beta Code=a(liah/s | |Beta Code=a(liah/s | ||
|Definition= | |Definition=ἁλιαές, ([[ἄημι]]) [[blowing seaward]], Od. 4.361. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui souffle sur la mer.<br />'''Étymologie:''' [[ἅλς]]¹, [[ἄημι]]. | |btext=ής, ές :<br />[[qui souffle sur la mer]].<br />'''Étymologie:''' [[ἅλς]]¹, [[ἄημι]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[ἁλιαής]] -ές [[ἅλς]], [[ἄημι]] [[die over de zee waait]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἁλιᾱής:''' (ᾰλ) дующий в море, т. е. благоприятный, попутный (οὖροι Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἁλιᾱής:''' -ές ([[ἄημι]]), αυτός που πνέει προς την [[θάλασσα]], προς το [[πέλαγος]] ή μέσω της θάλασσας, διαμέσω του πελάγους, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ἁλιᾱής:''' -ές ([[ἄημι]]), αυτός που πνέει προς την [[θάλασσα]], προς το [[πέλαγος]] ή μέσω της θάλασσας, διαμέσω του πελάγους, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[ἅλς, [[ἄημι]]<br />blowing seaward, Od. | |mdlsjtxt=[ἅλς, [[ἄημι]]<br />blowing seaward, Od. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:23, 25 August 2023
English (LSJ)
ἁλιαές, (ἄημι) blowing seaward, Od. 4.361.
Spanish (DGE)
(ἁλῐᾱής) -ές
• Prosodia: [ᾰ-]
que sopla hacia o por el mar οὖροι Od.4.361, cf. Apollon.Lex.255.
German (Pape)
[Seite 95] auf dem Meere wehend, Hom. einmal, Od. 4, 361 οὖροι ἁλιαέες.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui souffle sur la mer.
Étymologie: ἅλς¹, ἄημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἁλιαής -ές ἅλς, ἄημι die over de zee waait.
Russian (Dvoretsky)
ἁλιᾱής: (ᾰλ) дующий в море, т. е. благоприятный, попутный (οὖροι Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιᾱής: -ές, (ἄημι) ὁ πνέων πρὸς τὴν θάλασσαν ἢ διὰ θαλάσσης, μόνον ἐν Ὀδ. Δ. 361· πρβλ. Nitzsch. ἐν τόπῳ, «ἁλιαέες», ἄνεμοι οἱ διὰ θαλάσσης πνέοντες», Ἡσυχ.
Greek Monolingual
ἁλιαής, -ὲς (Α)
άνεμος που πνέει προς τη θάλασσα ή πάνω από τη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -αὴς (< πιθ. ἄος) < ἄημι «πνέω δυνατά, φυσώ»].
Greek Monotonic
ἁλιᾱής: -ές (ἄημι), αυτός που πνέει προς την θάλασσα, προς το πέλαγος ή μέσω της θάλασσας, διαμέσω του πελάγους, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
[ἅλς, ἄημι
blowing seaward, Od.