ἡμερόφαντος: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=imerofantos
|Transliteration C=imerofantos
|Beta Code=h(mero/fantos
|Beta Code=h(mero/fantos
|Definition=ον, [[appearing by day]], ὄναρ <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>82</span> (lyr.).
|Definition=ἡμερόφαντον, [[appearing by day]], ὄναρ A.''Ag.''82 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui paraît <i>ou</i> se montre le jour.<br />'''Étymologie:''' [[ἡμέρα]], [[φαίνω]].
|btext=ος, ον :<br />qui paraît <i>ou</i> se montre le jour.<br />'''Étymologie:''' [[ἡμέρα]], [[φαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἡμερόφαντος:''' [[появляющийся днем]], [[дневной]] ([[ὄναρ]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡμερόφαντος:''' -ον ([[φαίνομαι]]), αυτός που εμφανίζεται κατά τη [[διάρκεια]] της ημέρας, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἡμερόφαντος:''' -ον ([[φαίνομαι]]), αυτός που εμφανίζεται κατά τη [[διάρκεια]] της ημέρας, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡμερόφαντος:''' [[появляющийся днем]], [[дневной]] ([[ὄναρ]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἡμερό-φαντος, ον [φαίνομαι]<br />appearing by day, Aesch.
|mdlsjtxt=ἡμερό-φαντος, ον [φαίνομαι]<br />appearing by day, Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 12:03, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμερόφαντος Medium diacritics: ἡμερόφαντος Low diacritics: ημερόφαντος Capitals: ΗΜΕΡΟΦΑΝΤΟΣ
Transliteration A: hēmeróphantos Transliteration B: hēmerophantos Transliteration C: imerofantos Beta Code: h(mero/fantos

English (LSJ)

ἡμερόφαντον, appearing by day, ὄναρ A.Ag.82 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1166] ὄνειρος, bei Tage erschienen, Aesch. Ag. 82.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui paraît ou se montre le jour.
Étymologie: ἡμέρα, φαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἡμερόφαντος: появляющийся днем, дневной (ὄναρ Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἡμερόφαντος: -ον, ἐμφανιζόμενος ἐν καιρῷ ἡμέρας, ὄναρ Αἰσχύλ. Ἀγ. 82.

Greek Monolingual

ἡμερόφαντος, -ον (Α)
αυτός που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της ημέρας («ὄναρ ἡμερόφαντον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -φαντος (< φαίνω), πρβλ. άφαντος, τηλέφαντος].

Greek Monotonic

ἡμερόφαντος: -ον (φαίνομαι), αυτός που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της ημέρας, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ἡμερό-φαντος, ον [φαίνομαι]
appearing by day, Aesch.