ὀμφαλόεις: Difference between revisions
μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omfaloeis | |Transliteration C=omfaloeis | ||
|Beta Code=o)mfalo/eis | |Beta Code=o)mfalo/eis | ||
|Definition= | |Definition=ὀμφαλόεσσα, ὀμφαλόεν, having a [[navel]] or having a[[boss]], <b class="b3">ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης</b> of the shield [[with a central boss]], Il.6.118, Tyrt.12.25, cf.Ar.''Pax''1274; <b class="b3">ζυγὸν ὀμφαλόεν</b> yoke [[with a knob on the top]], Il.24.269, cf. [[ὀμφαλός]] II.2; οἰμωγὰς ὀμφαλοέσσας Ar.''Pax''1278 (by comic transference from <b class="b3">ἀσπίδας ὀ.</b> ib. 1274); <b class="b3">συκέης πόσιν ὀμφαλόεσσαν</b>, prob. referring to a peculiar kind of fig (called [[ὀμφάλειος]] by Phot.), Nic.''Al.''348; <b class="b3">ἄρκτον ὀμφαλόεσσαν</b>, because [[pointing to the pole]] ([[ὀμφαλός]]) of the [[heaven]]s, ib.7. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=όεσσα, όεν;<br />relevé <i>ou</i> bombé dans son milieu comme un nombril.<br />'''Étymologie:''' [[ὀμφαλός]]. | |btext=όεσσα, όεν;<br />relevé <i>ou</i> bombé dans son milieu comme un nombril.<br />'''Étymologie:''' [[ὀμφαλός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀμφᾰλόεις:''' όεσσα, όεν снабженный в середине острым выступом, шишковатый ([[ἀσπίς]] Hom.); снабженный посредине стержнем ([[ζυγόν]] Hom.): οἰμωγαὶ ὀμφαλόεσσαι шутл. Arph. шишковатые завывания (т. е. гомеровские песни, о бряцающих ἀσπίδες ὀμφαλόεσσαι). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 23: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀμφαλόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ομφαλό, δηλ. ομφαλοειδή [[προεξοχή]] ή στρογγυλό [[κόσμημα]], ο [[ομφαλωτός]] («ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οἰμωγάς ᾄδων, καὶ ταύτας ὀμφαλοέσσας» — [[αστεϊσμός]] του <b>Αριστοφ.</b> [[κατά]] κωμική [[μεταφορά]] από το «ἀσπίδας ὀμφαλοέσσας»<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «συκέης πόσιν ὀμφαλόεσσαν» — αναφέρεται ίσως σε ένα [[είδος]] σύκου, που ονομαζόταν <i>ὀμφάλειος</i>, <b>Νίκ.</b><br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἄρκτον ὀμφαλόεσσαν» — [[χαρακτηρισμός]] της Μεγάλης Αρκτου, της οποίας ο [[αστερισμός]] κατευθύνεται [[προς]] τον ομφαλό του ουρανού, δηλ. [[προς]] τον [[πόλο]], [[προς]] τον πολικό αστέρα, (<b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀμφαλός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=[[ὀμφαλόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ομφαλό, δηλ. ομφαλοειδή [[προεξοχή]] ή στρογγυλό [[κόσμημα]], ο [[ομφαλωτός]] («ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οἰμωγάς ᾄδων, καὶ ταύτας ὀμφαλοέσσας» — [[αστεϊσμός]] του <b>Αριστοφ.</b> [[κατά]] κωμική [[μεταφορά]] από το «ἀσπίδας ὀμφαλοέσσας»<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «συκέης πόσιν ὀμφαλόεσσαν» — αναφέρεται ίσως σε ένα [[είδος]] σύκου, που ονομαζόταν <i>ὀμφάλειος</i>, <b>Νίκ.</b><br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἄρκτον ὀμφαλόεσσαν» — [[χαρακτηρισμός]] της Μεγάλης Αρκτου, της οποίας ο [[αστερισμός]] κατευθύνεται [[προς]] τον ομφαλό του ουρανού, δηλ. [[προς]] τον [[πόλο]], [[προς]] τον πολικό αστέρα, (<b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀμφαλός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> (<b>πρβλ.</b> [[θανατόεις]], [[ιμερόεις]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀμφᾰλόεις:''' -εσσα, -εν, αυτός που έχει αφαλό ή στρογγυλό [[κόσμημα]], <i>ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης</i>, λέγεται για [[ασπίδα]] που στο [[κέντρο]] της είναι κυρτή, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ζυγὸν ὀμφαλόεν</i>, [[ζυγός]] βοδιών ή αλόγων που στο [[μέσο]] του έχει μικρό στρογγυλό [[κοίλωμα]], στο ίδ. | |lsmtext='''ὀμφᾰλόεις:''' -εσσα, -εν, αυτός που έχει αφαλό ή στρογγυλό [[κόσμημα]], <i>ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης</i>, λέγεται για [[ασπίδα]] που στο [[κέντρο]] της είναι κυρτή, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ζυγὸν ὀμφαλόεν</i>, [[ζυγός]] βοδιών ή αλόγων που στο [[μέσο]] του έχει μικρό στρογγυλό [[κοίλωμα]], στο ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὀμφᾰλόεις, εσσα, εν<br />having a [[navel]] or [[boss]], ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης of the [[shield]] with a [[central]] [[boss]], Il.; ζυγὸν ὀμφαλόεν a [[yoke]] with a knob on the top, Il. | |mdlsjtxt=ὀμφᾰλόεις, εσσα, εν<br />having a [[navel]] or [[boss]], ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης of the [[shield]] with a [[central]] [[boss]], Il.; ζυγὸν ὀμφαλόεν a [[yoke]] with a knob on the top, Il. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:19, 25 August 2023
English (LSJ)
ὀμφαλόεσσα, ὀμφαλόεν, having a navel or having aboss, ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης of the shield with a central boss, Il.6.118, Tyrt.12.25, cf.Ar.Pax1274; ζυγὸν ὀμφαλόεν yoke with a knob on the top, Il.24.269, cf. ὀμφαλός II.2; οἰμωγὰς ὀμφαλοέσσας Ar.Pax1278 (by comic transference from ἀσπίδας ὀ. ib. 1274); συκέης πόσιν ὀμφαλόεσσαν, prob. referring to a peculiar kind of fig (called ὀμφάλειος by Phot.), Nic.Al.348; ἄρκτον ὀμφαλόεσσαν, because pointing to the pole (ὀμφαλός) of the heavens, ib.7.
German (Pape)
[Seite 343] εσσα, εν, mit einem Nabel versehen, genabelt; ἀσπὶς ὀμφαλόεσσα, der Schild, der in der Mitte einen nabelförmigen, nabelrunden Buckel hat, Il. oft, in der Od. 19, 32; Ar. Pax 1240, wo 1244 komisch οἰμωγὰς ᾄδων ὀμφαλοέσσας verbunden ist; eben so ζυγὸν ὀμ φαλόεν, das in der Mitte mit einer buckelförmigen Erhöhung verschene Joch, Il. 24, 269; einzeln bei sp. D., wie Nic. Al. 7 das Gestirn des Bären ἄρκτος ὀμφαλόεσσα nennt, vielleicht weil es am Pol steht.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
relevé ou bombé dans son milieu comme un nombril.
Étymologie: ὀμφαλός.
Russian (Dvoretsky)
ὀμφᾰλόεις: όεσσα, όεν снабженный в середине острым выступом, шишковатый (ἀσπίς Hom.); снабженный посредине стержнем (ζυγόν Hom.): οἰμωγαὶ ὀμφαλόεσσαι шутл. Arph. шишковатые завывания (т. е. гомеровские песни, о бряцающих ἀσπίδες ὀμφαλόεσσαι).
Greek (Liddell-Scott)
ὀμφᾰλόεις: εσσα, εν, ὁ ἔχων ὀμφαλὸν ἢ στρογγύλον κόσμημα, Ὅμ. (μάλιστα ἐν τῇ Ἰλ.)· ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης, ἐπὶ τῆς ἀσπίδος τῆς ἐχούσης ἐν τῷ κέντρῳ ὀμφαλὸν ἢ στρογγύλον τι κόσμημα, Ἰλ. Ζ. 118, κτλ.· ζυγὸν ὀμφάλεον, ἔχον ὀμφαλὸν ἢ κόμβον ἐν τῷ μέσῳ, Ω. 269 ἴδε ὀμφαλὸς ΙΙ· - οἰμωγὰς ὀμφαλοέσσας (ἀστεϊσμὸς παρὰ προσδοκίαν) Ἀριστοφ. Εἰρ. 1278· - σύκων πόσιν ὀμφαλόεσσαν, ἐν Νικ. Ἀλεξιφ. 7, πιθαν. ἀναφερόμενον εἰς εἶδός τι σύκου ὅπερ καλεῖται ὀμφάλειος παρὰ Φωτίῳ.
English (Autenrieth)
εσσα, εν: furnished with an ὀμφαλός or ὀμφαλοί, bossy, studded, epithet of shield, yoke. (Il.)
Greek Monolingual
ὀμφαλόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. αυτός που έχει ομφαλό, δηλ. ομφαλοειδή προεξοχή ή στρογγυλό κόσμημα, ο ομφαλωτός («ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης», Ομ. Ιλ.)
2. φρ. «οἰμωγάς ᾄδων, καὶ ταύτας ὀμφαλοέσσας» — αστεϊσμός του Αριστοφ. κατά κωμική μεταφορά από το «ἀσπίδας ὀμφαλοέσσας»
3. φρ. «συκέης πόσιν ὀμφαλόεσσαν» — αναφέρεται ίσως σε ένα είδος σύκου, που ονομαζόταν ὀμφάλειος, Νίκ.
3. φρ. «ἄρκτον ὀμφαλόεσσαν» — χαρακτηρισμός της Μεγάλης Αρκτου, της οποίας ο αστερισμός κατευθύνεται προς τον ομφαλό του ουρανού, δηλ. προς τον πόλο, προς τον πολικό αστέρα, (Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφαλός + κατάλ. -όεις (πρβλ. θανατόεις, ιμερόεις)].
Greek Monotonic
ὀμφᾰλόεις: -εσσα, -εν, αυτός που έχει αφαλό ή στρογγυλό κόσμημα, ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης, λέγεται για ασπίδα που στο κέντρο της είναι κυρτή, σε Ομήρ. Ιλ.· ζυγὸν ὀμφαλόεν, ζυγός βοδιών ή αλόγων που στο μέσο του έχει μικρό στρογγυλό κοίλωμα, στο ίδ.
Middle Liddell
ὀμφᾰλόεις, εσσα, εν
having a navel or boss, ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης of the shield with a central boss, Il.; ζυγὸν ὀμφαλόεν a yoke with a knob on the top, Il.