ὁμόθρονος: Difference between revisions

From LSJ

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omothronos
|Transliteration C=omothronos
|Beta Code=o(mo/qronos
|Beta Code=o(mo/qronos
|Definition=ον, [[sharing the same throne]], Ἥρα <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>11.2</span>.
|Definition=ὁμόθρονον, [[sharing the same throne]], Ἥρα Pi.''N.''11.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui partage un trône.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[θάμνος]].
|btext=ος, ον :<br />[[qui partage un trône]].<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[θάμνος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμόθρονος:''' [[восседающий на том же троне]], [[разделяющий престол]] (Зевса) (Ἣρα Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμόθρονος]], -ον)<br />αυτός που μοιράζεται τον ίδιο θρόνο με άλλον («Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θρόνος]] (<b>πρβλ.</b> <i>χρυσό</i>-<i>θρονος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμόθρονος]], -ον)<br />αυτός που μοιράζεται τον ίδιο θρόνο με άλλον («Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θρόνος]] ([[πρβλ]]. [[χρυσόθρονος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμόθρονος:''' -ον, αυτός που μοιράζεται τον ίδιο θρόνο, σε Πίνδ.
|lsmtext='''ὁμόθρονος:''' -ον, αυτός που μοιράζεται τον ίδιο θρόνο, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμόθρονος:''' [[восседающий на том же троне]], [[разделяющий престол]] (Зевса) (Ἣρα Pind.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὁμό-θρονος, ον,<br />[[sharing]] the [[same]] [[throne]], Pind.
|mdlsjtxt=ὁμό-θρονος, ον,<br />[[sharing]] the [[same]] [[throne]], Pind.
}}
}}

Latest revision as of 12:07, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόθρονος Medium diacritics: ὁμόθρονος Low diacritics: ομόθρονος Capitals: ΟΜΟΘΡΟΝΟΣ
Transliteration A: homóthronos Transliteration B: homothronos Transliteration C: omothronos Beta Code: o(mo/qronos

English (LSJ)

ὁμόθρονον, sharing the same throne, Ἥρα Pi.N.11.2.

German (Pape)

[Seite 334] mitthronend, mitherrschend, Ἥρα, die mit Zeus zugleich herrscht, Pind. N. 11, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui partage un trône.
Étymologie: ὁμός, θάμνος.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόθρονος: восседающий на том же троне, разделяющий престол (Зевса) (Ἣρα Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόθρονος: -ον, ὁ μετέχων τοῦ θρόνου, ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ θρόνου καθήμενος, Ἥρας ὁμοθρόνου, «τῆς συμβασιλευούσης τῷ Διῒ» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 11. 2· ― μετὰ δοτ., ἔστι θεὸς ὁ λόγος ἰσοκλεὴς καὶ ὁμόθρονος τῷ θεῷ καὶ πατρὶ Κύριλλ. Ἀλ. 49, σ. 656, Ἰω. Δαμασκ. τ. 1, 117C.

English (Slater)

ὁμόθρονος, -ον sharing the throne Ἑστία, Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας (N. 11.2)

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁμόθρονος, -ον)
αυτός που μοιράζεται τον ίδιο θρόνο με άλλον («Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + θρόνος (πρβλ. χρυσόθρονος)].

Greek Monotonic

ὁμόθρονος: -ον, αυτός που μοιράζεται τον ίδιο θρόνο, σε Πίνδ.

Middle Liddell

ὁμό-θρονος, ον,
sharing the same throne, Pind.