ὑπεκπροθέω: Difference between revisions

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypekprotheo
|Transliteration C=ypekprotheo
|Beta Code=u(pekproqe/w
|Beta Code=u(pekproqe/w
|Definition=[[run forth from under]], [[outstrip]], <b class="b3">Ἄτη . . πάσας</b> (sc. <b class="b3">τὰς Αιτὰς</b>) πολλὸν ὑπεκπροθέει <span class="bibl">Il.9.506</span>: abs., ὁ πὸν πεδίοιο διώκετο . . τυτθὸν ὑπεκπροθέοντα [[running on before]], <span class="bibl">21.604</span>, cf. <span class="bibl">Od.8.125</span>, <span class="bibl">A.R. 4.937</span>.
|Definition=[[run forth from under]], [[outstrip]], <b class="b3">Ἄτη.. πάσας</b> (''[[sc.]]'' <b class="b3">τὰς Αιτὰς</b>) πολλὸν ὑπεκπροθέει Il.9.506: abs., ὁ πὸν πεδίοιο διώκετο.. τυτθὸν ὑπεκπροθέοντα [[running on before]], 21.604, cf. Od.8.125, A.R. 4.937.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=s'élancer du fond <i>ou</i> de derrière et courir en avant : τινα de manière à dépasser <i>ou</i> atteindre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐκ]], [[προθέω]].
|btext=s'élancer du fond <i>ou</i> de derrière et courir en avant : τινα de manière à dépasser <i>ou</i> atteindre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], ἐκ, [[προθέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεκπροθέω:''' [[выбегать вперед]] (кого-л.), опережать, обгонять (τινα Hom.): τυτθὸν ὑπεκπροθέων Hom. немного опередивший.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεκπροθέω:''' μέλ. -[[θεύσομαι]], [[τρέχω]] από [[κάτω]] προς τα [[εμπρός]], [[ξεπερνώ]] κάποιον, [[αφήνω]] [[πίσω]] μου κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., [[προπορεύομαι]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''ὑπεκπροθέω:''' μέλ. -[[θεύσομαι]], [[τρέχω]] από [[κάτω]] προς τα [[εμπρός]], [[ξεπερνώ]] κάποιον, [[αφήνω]] [[πίσω]] μου κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., [[προπορεύομαι]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεκπροθέω:''' [[выбегать вперед]] (кого-л.), опережать, обгонять (τινα Hom.): τυτθὸν ὑπεκπροθέων Hom. немного опередивший.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[θεύσομαι]]<br />to run [[forth]] from under, [[outstrip]], Il.:—absol. to run on [[before]], Hom.
|mdlsjtxt=fut. -[[θεύσομαι]]<br />to run [[forth]] from under, [[outstrip]], Il.:—absol. to run on [[before]], Hom.
}}
}}

Latest revision as of 10:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκπροθέω Medium diacritics: ὑπεκπροθέω Low diacritics: υπεκπροθέω Capitals: ΥΠΕΚΠΡΟΘΕΩ
Transliteration A: hypekprothéō Transliteration B: hypekprotheō Transliteration C: ypekprotheo Beta Code: u(pekproqe/w

English (LSJ)

run forth from under, outstrip, Ἄτη.. πάσας (sc. τὰς Αιτὰς) πολλὸν ὑπεκπροθέει Il.9.506: abs., ὁ πὸν πεδίοιο διώκετο.. τυτθὸν ὑπεκπροθέοντα running on before, 21.604, cf. Od.8.125, A.R. 4.937.

German (Pape)

[Seite 1186] (s. θέω), darunter heraus u. vorwärts laufen, vorlaufen, Il. 21, 604 Od. 8, 125; τινά, Einen überlaufen od. einholen, Il. 9, 506.

French (Bailly abrégé)

s'élancer du fond ou de derrière et courir en avant : τινα de manière à dépasser ou atteindre qqn.
Étymologie: ὑπό, ἐκ, προθέω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεκπροθέω: выбегать вперед (кого-л.), опережать, обгонять (τινα Hom.): τυτθὸν ὑπεκπροθέων Hom. немного опередивший.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκπροθέω: ὑπεκτρέχω, κάτωθεν προτρέχω, Ἄτη. πάσας (δηλ. τὰς Λιτὰς) πολλὸν ὑπεκπροθέει Ἰλ. Ι. 506· ― ἀπολ., ὁ τὸν πεδίοιο διώκετο... τυτθὸν ὑπεκπροθέοντα, τρέχοντα ἐμπρός, προβαίνοντα, Φ. 604, πρβλ. Ὀδ. Η. 125. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπεκπροθέων· ὑπεκτρέχων».

English (Autenrieth)

run on before, outrun. Il. 9.506.

Greek Monolingual

Α
1. τρέχω προς τα έξω και εμπρός, προτρέχω
2. ξεπερνώ, νικώ στο τρέξιμο («Ἄτη... πάσας [τὰς Λιτὰς] πολλὸν ὑπεκπροθέει», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκ + προθέω (Ι) «τρέχω μπροστά»)].

Greek Monotonic

ὑπεκπροθέω: μέλ. -θεύσομαι, τρέχω από κάτω προς τα εμπρός, ξεπερνώ κάποιον, αφήνω πίσω μου κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., προπορεύομαι, σε Όμηρ.

Middle Liddell

fut. -θεύσομαι
to run forth from under, outstrip, Il.:—absol. to run on before, Hom.