περίτροχος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=peritrochos
|Transliteration C=peritrochos
|Beta Code=peri/troxos
|Beta Code=peri/troxos
|Definition=ον <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[circular]], of a star in a horse's forehead, π. ἠΰτε μήνη <span class="bibl">Il.23.455</span>; of the sun or moon, <span class="bibl">A.R.3.1229</span>, <span class="bibl">Tryph.518</span>; of a hat, <span class="bibl">Call.<span class="title">Fr.</span>124</span>; of a [[round]] lake, π. ὕδασι λίμνη <span class="bibl">D.P.987</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> neut.pl.as adverb, = [[περιτρόχαλα]], περίτροχα κείρεσθαι <span class="bibl">Agath.1.3</span>.</span>
|Definition=περίτροχον<br><span class="bld">A</span> [[circular]], of a star in a horse's forehead, π. ἠΰτε μήνη Il.23.455; of the sun or moon, A.R.3.1229, Tryph.518; of a hat, Call.''Fr.''124; of a [[round]] lake, π. ὕδασι λίμνη D.P.987.<br><span class="bld">II</span> neut.pl.as adverb, = [[περιτρόχαλα]], περίτροχα κείρεσθαι Agath.1.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=περίτροχος -ον [περιτρέχω] rond.
|elnltext=περίτροχος -ον [περιτρέχω] [[rond]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 10:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίτροχος Medium diacritics: περίτροχος Low diacritics: περίτροχος Capitals: ΠΕΡΙΤΡΟΧΟΣ
Transliteration A: perítrochos Transliteration B: peritrochos Transliteration C: peritrochos Beta Code: peri/troxos

English (LSJ)

περίτροχον
A circular, of a star in a horse's forehead, π. ἠΰτε μήνη Il.23.455; of the sun or moon, A.R.3.1229, Tryph.518; of a hat, Call.Fr.124; of a round lake, π. ὕδασι λίμνη D.P.987.
II neut.pl.as adverb, = περιτρόχαλα, περίτροχα κείρεσθαι Agath.1.3.

German (Pape)

[Seite 597] herumlaufend, daher rund, Il. 23, 455.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tourne tout autour ; circulaire, rond.
Étymologie: περιτρέχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίτροχος -ον [περιτρέχω] rond.

Russian (Dvoretsky)

περίτροχος: бегущий кругом, описывающий круг, т. е. круглый (σῆμα Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

περίτροχος: -ον, κυκλοτερής, στρογγύλος, περιφερής, ἐπὶ σεληνοειδοῦς σήματος ἐπὶ τοῦ μετώπου ἵππου, Ἰλ. Ψ. 455· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1229, Τρυφ. (γραπτ. Τριφ-.) 518· ἐπὶ πίλου, Καλλ. Ἀποσπ. 124. ΙΙ. παθ., περίτροχος ὕδασι λίμνη, «κυκλοτερὴς τοῖς ὕδασι» (παράφρασ.), Διον. Π. 987.

English (Autenrieth)

round, Il. 23.455†.

Greek Monolingual

-η, -ο / περίτροχος, -ον, ΝΜΑ περιτρέχω
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το περίτροχο
σύσκευο από σχοινί με κόμπους που χρησιμοποιείται για την ανολκή του σχοινιού ή της αλυσίδας της άγκυρας
μσν.-αρχ.
1. κυκλοτερής, σφαιρικός (α. «ἐν δὲ μετώπῳ λευκόν σῆμ' ἐτέτυκτο περίτροχον ἠύτε μήνη», Ομ. Ιλ.
β. «περίτροχον φέγγος Ἠελίου», Απολλ. Ρόδ.)
2. φρ. «περίτροχα κείρομαι» — κόβω τα μαλλιά στο κάτω μέρος γύρω γύρω.

Greek Monotonic

περίτροχος: -ον, κυκλικός, στρογγυλός, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

περί-τροχος, ον,
circular, round, Il.