κάδδιχος: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kaddichos | |Transliteration C=kaddichos | ||
|Beta Code=ka/ddixos | |Beta Code=ka/ddixos | ||
|Definition=ὁ, (κάδος) [[jar]], κάδδιχος καλεῖται τὸ ἀγγεῖον εἰς ὃ τὰς ἀπομαγδαλίας ἐμβάλλουσι | |Definition=ὁ, ([[κάδος]]) [[jar]], κάδδιχος καλεῖται τὸ ἀγγεῖον εἰς ὃ τὰς ἀπομαγδαλίας ἐμβάλλουσι Plu.''Lyc.''12: hence, [[voting-urn]], whence κεκαδδίχθαι, to [[be rejected on a vote]], ibid.; also, a [[measure]], = [[ἡμίεκτον]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], cf. ''Tab.Heracl.''1.52, ''IG''5(1).1447.10 (Messene, iii/ii B.C.):—Lacon. καδίκορ, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[ἐνδεκαδίκορ]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=κάδδιχος -ου, ὁ [κάδος] [[kaddichos]], [[stemurn]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κάδδιχος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> ([[κατά]] τον <b>Πλούτ.</b>) το [[δοχείο]] στο οποίο έβαζαν τα ψίχουλα<br /><b>2.</b> [[κάλπη]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) σικελικό [[μέτρο]], ίσως το [[ημίεκτον]]<br />β) [[άρτος]] που προσφερόταν στους θεούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάδος]], με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (-<i>δδ</i>-) και [[επίθημα]] -<i>ιχος</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[κάδδιχος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> ([[κατά]] τον <b>Πλούτ.</b>) το [[δοχείο]] στο οποίο έβαζαν τα ψίχουλα<br /><b>2.</b> [[κάλπη]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) σικελικό [[μέτρο]], ίσως το [[ημίεκτον]]<br />β) [[άρτος]] που προσφερόταν στους θεούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάδος]], με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (-<i>δδ</i>-) και [[επίθημα]] -<i>ιχος</i> ([[πρβλ]]. [[οσσίχος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:30, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, (κάδος) jar, κάδδιχος καλεῖται τὸ ἀγγεῖον εἰς ὃ τὰς ἀπομαγδαλίας ἐμβάλλουσι Plu.Lyc.12: hence, voting-urn, whence κεκαδδίχθαι, to be rejected on a vote, ibid.; also, a measure, = ἡμίεκτον, Hsch., cf. Tab.Heracl.1.52, IG5(1).1447.10 (Messene, iii/ii B.C.):—Lacon. καδίκορ, Hsch. s.v. ἐνδεκαδίκορ.
German (Pape)
[Seite 1279] ὁ, ein Getreidemaaß von vier χοίνικες, auch heiliges Opferbrot, Hesych. S. καδδίζω.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. κάδος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάδδιχος -ου, ὁ [κάδος] kaddichos, stemurn.
Russian (Dvoretsky)
κάδδιχος: ὁ каддих (мера сыпучих тел = 4 χοίνικες, т. е. 4.377 литра то же, что ἡμίεκτον) (Plut. - v.l. κάδδος).
Greek (Liddell-Scott)
κάδδῐχος: ὁ, Σικελικόν τι μέτρον, ἴσως τὸ αὐτὸ καὶ ἡμίεκτον, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 53 (ἴδε Franz σ. 707). - Παρὰ Πλουτ. ἐν βίῳ Λυκ. 12, = κάδος ΙΙ, «κάδδιχος (κάδος Κοραῆς) γὰρ καλεῖται τὸ ἀγγεῖον εἰς ὃ τὰς ἀπομαγδαλίας ἐμβάλλουσιν».
Greek Monolingual
κάδδιχος, ὁ (Α)
1. (κατά τον Πλούτ.) το δοχείο στο οποίο έβαζαν τα ψίχουλα
2. κάλπη
3. (κατά τον Ησύχ.) α) σικελικό μέτρο, ίσως το ημίεκτον
β) άρτος που προσφερόταν στους θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάδος, με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (-δδ-) και επίθημα -ιχος (πρβλ. οσσίχος)].