εὐαρίθμητος: Difference between revisions
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evarithmitos | |Transliteration C=evarithmitos | ||
|Beta Code=eu)ari/qmhtos | |Beta Code=eu)ari/qmhtos | ||
|Definition= | |Definition=εὐαρίθμητον, [[easy to count]], i.e. [[few in number]], Hp.''Acut.''3, Pl. ''Ap.''40d, ''Smp.''179c; τὸ [[πλῆθος]] οὐκ εὐαρίθμητον ἦν = the [[crowd]] was not [[small]]; τὸ μὲν οὖν πᾶν πλῆθος τῶν μετανισταμένων γυναιξὶν ἅμα καὶ τέκνοις σκοποῦσιν οὐκ εὐαρίθμητον ἦν = for those taking into account the entire crowd of immigrants, together with women and children, it wasn't easy to count, Josephus, ''Jewish Antiquities'' 2.317.4.; <b class="b3">ὀλίγα καὶ εὐαρίθμητα</b> Jul.''Or.''3.102c. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />facile à compter, peu nombreux.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀριθμέω]]. | |btext=ος, ον :<br />[[facile à compter]], [[peu nombreux]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀριθμέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:25, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐαρίθμητον, easy to count, i.e. few in number, Hp.Acut.3, Pl. Ap.40d, Smp.179c; τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν = the crowd was not small; τὸ μὲν οὖν πᾶν πλῆθος τῶν μετανισταμένων γυναιξὶν ἅμα καὶ τέκνοις σκοποῦσιν οὐκ εὐαρίθμητον ἦν = for those taking into account the entire crowd of immigrants, together with women and children, it wasn't easy to count, Josephus, Jewish Antiquities 2.317.4.; ὀλίγα καὶ εὐαρίθμητα Jul.Or.3.102c.
German (Pape)
[Seite 1057] leicht zu zählen, also wenig an Zahl, Plat. Conv. 179 c; Xen. Hipp. 5, 5 u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à compter, peu nombreux.
Étymologie: εὖ, ἀριθμέω.
Russian (Dvoretsky)
εὐᾰρίθμητος: легко исчислимый, т. е. немногочисленный (ἵπποι Xen.; ἡμέραι καὶ νύκτες Plat.): οὐκ εὐ. Arst. неисчислимый, несметный.
Greek (Liddell-Scott)
εὐᾰρίθμητος: -ον, ὁ εὐκόλως ἀριθμούμενος, δηλ. ὀλίγος τὸν ἀριθμόν, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 383, Πλάτ. Ἀπολ. 40D, Συμπ. 179C· παρὰ Βυζ., εὐάριθμος, ον, Νικήτ. Χων. σ. 350C, κλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐαρίθμητος, -ον)
1. αυτός που αριθμείται εύκολα
2. ο ολιγάριθμος, αυτός που είναι μικρός κατά τον αριθμό («τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν», Ιώσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αριθμητός (< αριθμώ)].
Greek Monotonic
εὐᾰρίθμητος: -ον, αυτός που υπολογίζεται, αριθμείται εύκολα, δηλ. λίγος στον αριθμό, σε Πλάτ.