σωστικός: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sostikos
|Transliteration C=sostikos
|Beta Code=swstiko/s
|Beta Code=swstiko/s
|Definition=ή, όν, [[able to save]], [[maintain]], or [[preserve]], c. gen., <b class="b3">ἡ δικαιοσύνη νόμων σ</b>. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Top.</span>149b33</span>; σ. ἢ ποιητικὸν ἀγαθοῦ <span class="bibl">Id.<span class="title">MM</span>1183b36</span>; τοῦ θερμοῦ <span class="bibl">Id.<span class="title">Pr.</span>932b3</span> (Comp.); τὸ ἴσον σ. ὁμονοίας <span class="bibl">Id.<span class="title">Mu.</span>397a3</span>: also in later Prose, Dsc.4.81, <span class="bibl">Max.Tyr.6.2</span>, <span class="bibl">Alex.Aphr. <span class="title">in Top.</span>455.11</span>, <span class="bibl">Porph. <span class="title">Abst.</span>3.26</span>, <span class="bibl">Procl.<span class="title">in Alc.</span>p.55</span> C., etc.
|Definition=σωστική, σωστικόν, [[able to save]], [[maintain]], or [[preserve]], c. gen., <b class="b3">ἡ δικαιοσύνη νόμων σ.</b> Arist.''Top.''149b33; σ. ἢ ποιητικὸν ἀγαθοῦ Id.''MM''1183b36; τοῦ θερμοῦ Id.''Pr.''932b3 (Comp.); τὸ ἴσον σ. ὁμονοίας Id.''Mu.''397a3: also in later Prose, Dsc.4.81, Max.Tyr.6.2, Alex.Aphr. ''in Top.''455.11, Porph. ''Abst.''3.26, Procl.''in Alc.''p.55 C., etc.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωστικός Medium diacritics: σωστικός Low diacritics: σωστικός Capitals: ΣΩΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: sōstikós Transliteration B: sōstikos Transliteration C: sostikos Beta Code: swstiko/s

English (LSJ)

σωστική, σωστικόν, able to save, maintain, or preserve, c. gen., ἡ δικαιοσύνη νόμων σ. Arist.Top.149b33; σ. ἢ ποιητικὸν ἀγαθοῦ Id.MM1183b36; τοῦ θερμοῦ Id.Pr.932b3 (Comp.); τὸ ἴσον σ. ὁμονοίας Id.Mu.397a3: also in later Prose, Dsc.4.81, Max.Tyr.6.2, Alex.Aphr. in Top.455.11, Porph. Abst.3.26, Procl.in Alc.p.55 C., etc.

German (Pape)

[Seite 1061] was retten, erhalten kann, τινός, Arist. magn. mor. 1, 2 u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

σωστικός: спасающий, охраняющий, оберегающий (τινος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

σωστικός: -ή, -όν, = ὁ δυνάμενος σῴζειν, μετὰ γεν., ἡ δικαιοσύνη νόμων σωστικὴ Ἀριστ. Τοπ. 6. 12, 6· σ. ἢ ποιητικὸν τοῦ ἀγαθοῦ ὁ αὐτ. ἐν Μεγ. Ἠθικ. 1. 2, 4· τοῦ θερμοῦ ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 23. 7· τὸ ἴσον σ. ὁμονοίας ὁ αὐτ. π. Κόσμ. 5. 7· - Ἐπίρρ. -κῶς, Μάξιμ. Ὁμολογ. τ. 2, σ. 160Β, κλπ. - Ὁ τύπος σωτικὸς μνημονεύεται ἐκ τοῦ Πρόκλου.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σωστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και σωτικός, -ή, -όν, Α
1. αυτός που μπορεί να σώσει από κίνδυνο, καταστροφή, θάνατο κάποιον ή κάτι (α. «τα σωστικά συνεργεία κινητοποιήθηκαν αμέσως» β. «τὴν δικαιοσύνην νόμων σωστικὴν εἶναι», Αριστοτ.)
2. σωτήριος, αυτός που οδηγεί στη σωτηρία της ψυχής («τῇ σωστικῇ σου, Δέσποτα, προμηθίᾳ»)
νεοελλ.
φρ. α) «σωστική λέμβος «ναυτ. η σωσίβια λέμβος
β) «σωστικός σταθμός» — σταθμός για τη διάσωση ναυαγών
γ) «σωστική ανασκαφή»
αρχαιολ. ανασκαφή που γίνεται για να διασωθούν αρχαιολογικά κατάλοιπα που ανακαλύφθηκαν τυχαία σε χώρο εκσκαφής.
επίρρ...
σωστικῶς ΜΑ
με τρόπο που οδηγεί στη σωτηρία της ψυχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῴζω, με δυσερμήνευτο -σ- + κατάλ. -τικός].