ἀλιπαρής: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aliparis
|Transliteration C=aliparis
|Beta Code=a)liparh/s
|Beta Code=a)liparh/s
|Definition=ές, [[not fit for a suppliant]], <b class="b3">ἀ. θρίξ</b> dub. l. in <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>451</span>; expl. by Sch. as [[αὐχμηρά]], from [[ἀ-]] priv., [[λιπαρός]].
|Definition=ἀλιπαρές, [[not fit for a suppliant]], <b class="b3">ἀ. θρίξ</b> dub. l. in S.''El.''451; expl. by Sch. as [[αὐχμηρά]], from [[ἀ-]] priv., [[λιπαρός]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ές<br />[[magro]] στυγνὸν καὶ ἀλιπαρὲς ἐφόδιον ἔχουσα Cyr.Al.M.69.136C, ἀλιπαρῆ· αὐχμηρά Hsch.
|dgtxt=-ές<br />[[magro]] στυγνὸν καὶ ἀλιπαρὲς ἐφόδιον ἔχουσα Cyr.Al.M.69.136C, ἀλιπαρῆ· αὐχμηρά Hsch.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:07, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλῑπᾰρής Medium diacritics: ἀλιπαρής Low diacritics: αλιπαρής Capitals: ΑΛΙΠΑΡΗΣ
Transliteration A: aliparḗs Transliteration B: aliparēs Transliteration C: aliparis Beta Code: a)liparh/s

English (LSJ)

ἀλιπαρές, not fit for a suppliant, ἀ. θρίξ dub. l. in S.El.451; expl. by Sch. as αὐχμηρά, from ἀ- priv., λιπαρός.

Spanish (DGE)

-ές
magro στυγνὸν καὶ ἀλιπαρὲς ἐφόδιον ἔχουσα Cyr.Al.M.69.136C, ἀλιπαρῆ· αὐχμηρά Hsch.

German (Pape)

[Seite 97] θρίξ Soph. El. 443, zw., nicht glänzend (Hesych. αὐχμηρά), nicht so wie es sich für den Betenden paßt, geschmückt. Br. u. Erf. haben die sich schon in den Schol. findende Lesart λυπαρής aufgenommen.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
non oint, non brillant de parfums ; sans parure.
Étymologie: , λιπαρός.

Russian (Dvoretsky)

ἀλῑπᾰρής: без блеска, т. е. неубранный, неукрашенный (θρίξ Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀλῑπᾰρής: -ές, ἀκατάλληλος, ἀνάρμοστος εἰς ἱκετεύοντα· ἀλ. θρίξ (ἴσ. καὶ λογοπαίγνιον ἐπὶ τῆς λέξ. λιπαρός), οὐχὶ λιπαρὰ καὶ κεκαλλωπισμένη κόμη, Σοφ. Ἠλ. 451. Ἴδε σημ. Jebb.

Greek Monolingual

ἀλιπαρής, -ές (Α)
ακατάλληλος, ανάρμοστος σε ικέτη (άλλοι το «τὴν δ’ ἀλιπαρῆ τρίχα», Σοφ. Ηλ. 451, ερμηνεύουν απεριποίητη, ακαλλώπιστη κόμη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + λιπαρός «στιλπνός, λείος, λαμπρός, κομψός»].

Greek Monotonic

ἀλῑπᾰρής: -ές, ακατάλληλος, ανάρμοστος για ικέτη, σε Σοφ.

Middle Liddell

not fit for a suppliant, Soph.