ἄφαλος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε → do not judge, or you will be judged | do not judge, lest you should be judged | judge not, that ye be not judged | judge not, that you be not judged | do not judge, so that you will not be judged | do not judge so that you will not be judged | do not judge lest you be judged | do not judge, so that you won't be judged | you shall not judge, lest you be judged | don't condemn others, and God won't condemn you | judge not, that you may not be judged | stop judging so that you will not be judged | do not judge others, so that God will not judge you

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=afalos
|Transliteration C=afalos
|Beta Code=a)/falos
|Beta Code=a)/falos
|Definition=ον, [[without crest]], [[without]] [[φάλος]], [[κυνέη]] Il.10.258, BGU1190.3 (i B. C.?).
|Definition=ἄφαλον, [[without crest]], [[without]] [[φάλος]], [[κυνέη]] Il.10.258, BGU1190.3 (i B. C.?).
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />without the [[φάλος]] or [[boss]], in [[which]] the [[plume]] was [[fixed]], Il.
|mdlsjtxt=without the [[φάλος]] or [[boss]], in [[which]] the [[plume]] was [[fixed]], Il.
}}
}}

Latest revision as of 11:53, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄφᾰλος Medium diacritics: ἄφαλος Low diacritics: άφαλος Capitals: ΑΦΑΛΟΣ
Transliteration A: áphalos Transliteration B: aphalos Transliteration C: afalos Beta Code: a)/falos

English (LSJ)

ἄφαλον, without crest, without φάλος, κυνέη Il.10.258, BGU1190.3 (i B. C.?).

Spanish (DGE)

(ἄφᾰλος) -ον
carente de cimera de un yelmo Il.10.258, cf. Apollon.Lex.753, Hsch.
subst. οἱ ἄφαλοι los que no llevan cimera una categoría de guardias de corps BGU 1190.3 (ptol.) en BL 1.98.

German (Pape)

[Seite 406] ohne Helmkamm, in den der Helmbusch gesteckt wird, Il. 10, 258, ἅπαξ εἰρημ., vgl. Scholl. Aristonic. ·

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans φάλος pour fixer l'aigrette ; sans aigrette (casque).
Étymologie: , φάλος.

Russian (Dvoretsky)

ἄφᾰλος: без гребня или шиша (куда вставлялся султан) (κυνέη Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄφᾰλος: -ον, ἄνευ τοῦ φάλου, «ἄφαλος· περικεφαλαία μὴ ἔχουσα φάλους· φάλοι δέ εἰσιν οἱ λαμπροὶ ἧλοι ἤ τὰ ποικίλματα» Ἡσύχ. κυνέη Ἰλ. Κ. 258· πρβλ. τετράφαλος.

English (Autenrieth)

without crest; κυνέη, Il. 10.258†.

Greek Monolingual

ἄφαλος, -ον (Α) φάλος
(περικεφαλαία) χωρίς φάλους ή διακοσμητικά εξαρτήματα.
ο και αφάλι, το
1. η κοιλότητα στο μέσο της κοιλιάς, ο ομφαλός
2. ο ομφάλιος λώρος
3. άξονας ή τρύπα στο μέσο εργαλείου κ.λπ. («ο αφαλός του ψαλιδιού, της ρόδας, της μυλόπετρας»)
4. η καντηλήθρα
5. φρ. α) «λύθηκε ο αφαλός μου» (από τα πολλά γέλια ή από φόβο)
6) σφυράει με τον αφαλό του» — λέει ανοησίες
γ) «του 'λυσα τον αφαλό στο ξύλο» — τον έδειρα πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομφαλός, με προληπτική αφομοίωση του ο- σε α- και σίγηση του -μ- προ του -φ-].

Greek Monotonic

ἄφᾰλος: -ον, αυτός που δεν έχει φάλο (φάλος) ή προεξοχή όπου ενωνόταν το λοφίο, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

without the φάλος or boss, in which the plume was fixed, Il.