ἰδιογνώμων: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=idiognomon | |Transliteration C=idiognomon | ||
|Beta Code=i)diognw/mwn | |Beta Code=i)diognw/mwn | ||
|Definition= | |Definition=ἰδιογνώμον, gen. ονος, [[holding one's own opinion]], Hp.Aër.24, Phryn.Com.18, [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1151b12. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui a son opinion particulière, qui pense par soi-même.<br />'''Étymologie:''' [[ἴδιος]], γνώμή. | |btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />[[qui a son opinion particulière]], [[qui pense par soi-même]].<br />'''Étymologie:''' [[ἴδιος]], γνώμή. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 11:11, 25 August 2023
English (LSJ)
ἰδιογνώμον, gen. ονος, holding one's own opinion, Hp.Aër.24, Phryn.Com.18, Arist.EN1151b12.
German (Pape)
[Seite 1236] ον, nach eigenem Sinne verfahrend, eigensinnig; Phryn. com. B. A. 345, 2; Arist. Nic. Eth. 7, 9, 3 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui a son opinion particulière, qui pense par soi-même.
Étymologie: ἴδιος, γνώμή.
Russian (Dvoretsky)
ἰδιογνώμων: 2, gen. ονος (ῐδ) держащийся собственного мнения, не отступающий от собственных взглядов Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδιογνώμων: -ον, ὁ πράττων ἢ ἐνεργῶν κατ’ ἰδίαν γνώμην, αὐτογνώμων, ἰδιότροπος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 295, Φρύν. Κωμ. ἐν «Μονοτρόπῳ» 1, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 9, 3.
Greek Monolingual
ἰδιογνώμων, -ον (Α)
αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τη δική του γνώμη, χωρίς να επηρεάζεται από κανέναν άλλον.
επίρρ...
ἰδιογνωμόνως (ΑΜ)
μσν.
αυθόρμητα
αρχ.
με ξεχωριστή, με προσωπική γνώμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -γνωμων (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. ευγνώμων, ισχυρογνώμων.
Greek Monotonic
ἰδιογνώμων: -ον, αυτός που πράττει ή ενεργεί βάσει της δικής του βούλησης, της προσωπικής του γνώμης, αυτόγνωμος, αυτόβουλος, σε Αριστ.
Middle Liddell
holding one's own opinion, Arist.