Προμηθέας: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[Προμηθεύς]], -έως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. Προμαθεύς, και ιων. τ. γεν. -έος, Α·1. <b>μυθ.</b> [[ένας]] από τους Τιτάνες, ο [[οποίος]] [[κατά]] τον μύθο έκλεψε από τον Δία τη [[φωτιά]] για να τή χαρίσει στους ανθρώπους και γι' αυτό του το [[παράπτωμα]] ο [[Ζευς]] τον τιμώρησε δένοντάς τον στον Καύκασο και στέλνοντας έναν αετό για να του τρώει το [[συκώτι]], [[μαρτύριο]] από το οποίο τον απάλλαξε ο Ηρακλής<br /><b>2.</b> (<b>ως προσηγ. όν.</b>) <i>προμηθέας</i>, και [[προμηθεύς]]<br />αυτός που μπορεί να προβλέπει, να προνοεί<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[Προμηθεύς]] [[δεσμώτης]]» — [[τίτλος]] τραγωδίας του Αισχύλου που αποτελούσε [[μέλος]] τριλογίας, στην οποία ανήκουν [[επίσης]] οι [[Προμηθεύς]] λυόμενος</i> και [[Προμηθεύς]] [[πυρφόρος]], οι οποίες δεν έχουν διασωθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσωνυμία]] του χθόνιου [[Διός]], [[δηλαδή]] του Άδη<br /><b>2.</b> (<b>ως προσηγ. όν.</b>) (<b>στον εν.</b>) α) (στη [[γλώσσα]] τών Πυθαγορείων) i) [[ονομασία]] της μονάδας<br />ii) [[ονομασία]] του αριθμού [[εννέα]]<br />β) <b>στον πληθ.</b> <i>oἱ προμηθεῖς</i><br />τεχνίτες που επεξεργάζονται τον πηλό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προμηθής]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>Επιμηθ</i>-<i>εύς</i>)].
|mltxt=ο / [[Προμηθεύς]], -έως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. Προμαθεύς, και ιων. τ. γεν. -έος, Α·1. <b>μυθ.</b> [[ένας]] από τους Τιτάνες, ο [[οποίος]] [[κατά]] τον μύθο έκλεψε από τον Δία τη [[φωτιά]] για να τή χαρίσει στους ανθρώπους και γι' αυτό του το [[παράπτωμα]] ο [[Ζευς]] τον τιμώρησε δένοντάς τον στον Καύκασο και στέλνοντας έναν αετό για να του τρώει το [[συκώτι]], [[μαρτύριο]] από το οποίο τον απάλλαξε ο Ηρακλής<br /><b>2.</b> (<b>ως προσηγ. όν.</b>) <i>προμηθέας</i>, και [[προμηθεύς]]<br />αυτός που μπορεί να προβλέπει, να προνοεί<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[Προμηθεύς]] [[δεσμώτης]]» — [[τίτλος]] τραγωδίας του Αισχύλου που αποτελούσε [[μέλος]] τριλογίας, στην οποία ανήκουν [[επίσης]] οι [[Προμηθεύς]] λυόμενος</i> και [[Προμηθεύς]] [[πυρφόρος]], οι οποίες δεν έχουν διασωθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσωνυμία]] του χθόνιου [[Διός]], [[δηλαδή]] του Άδη<br /><b>2.</b> (<b>ως προσηγ. όν.</b>) (<b>στον εν.</b>) α) (στη [[γλώσσα]] τών Πυθαγορείων) i) [[ονομασία]] της μονάδας<br />ii) [[ονομασία]] του αριθμού [[εννέα]]<br />β) <b>στον πληθ.</b> <i>oἱ προμηθεῖς</i><br />τεχνίτες που επεξεργάζονται τον πηλό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προμηθής]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εύς</i> ([[πρβλ]]. [[Επιμηθεύς]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:35, 8 May 2023

Greek Monolingual

ο / Προμηθεύς, -έως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. Προμαθεύς, και ιων. τ. γεν. -έος, Α·1. μυθ. ένας από τους Τιτάνες, ο οποίος κατά τον μύθο έκλεψε από τον Δία τη φωτιά για να τή χαρίσει στους ανθρώπους και γι' αυτό του το παράπτωμα ο Ζευς τον τιμώρησε δένοντάς τον στον Καύκασο και στέλνοντας έναν αετό για να του τρώει το συκώτι, μαρτύριο από το οποίο τον απάλλαξε ο Ηρακλής
2. (ως προσηγ. όν.) προμηθέας, και προμηθεύς
αυτός που μπορεί να προβλέπει, να προνοεί
3. φρ. «Προμηθεύς δεσμώτης» — τίτλος τραγωδίας του Αισχύλου που αποτελούσε μέλος τριλογίας, στην οποία ανήκουν επίσης οι Προμηθεύς λυόμενος και Προμηθεύς πυρφόρος, οι οποίες δεν έχουν διασωθεί
αρχ.
1. προσωνυμία του χθόνιου Διός, δηλαδή του Άδη
2. (ως προσηγ. όν.) (στον εν.) α) (στη γλώσσα τών Πυθαγορείων) i) ονομασία της μονάδας
ii) ονομασία του αριθμού εννέα
β) στον πληθ. oἱ προμηθεῖς
τεχνίτες που επεξεργάζονται τον πηλό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < προμηθής + επίθημα -εύς (πρβλ. Επιμηθεύς)].