Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μυάγρα: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel

Menander, Monostichoi, 156
(CSV import)
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myagra
|Transliteration C=myagra
|Beta Code=mua/gra
|Beta Code=mua/gra
|Definition=ἡ, (μῦς) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[mouse-trap]], AP9.410 (Tull. Sab.), <span class="bibl">Poll.7.41</span>:— also μύαγρον, τό, <span class="title">Gloss.</span> </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[ἀσπάραγος πετραῖος]], Ps.-Dsc.2.125.</span>
|Definition=ἡ, ([[μῦς]])<br><span class="bld">A</span> [[mouse-trap]], AP9.410 (Tull. Sab.), Poll.7.41:—also [[μύαγρον]], τό, ''Glossaria''<br><span class="bld">II</span> = [[ἀσπάραγος πετραῖος]], Ps.-Dsc.2.125.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />souricière.<br />'''Étymologie:''' [[μῦς]], [[ἄγρα]].
|btext=ας (ἡ) :<br />[[souricière]].<br />'''Étymologie:''' [[μῦς]], [[ἄγρα]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[μυάγρα]] και ιων. τ. μυάγρη)<br />[[παγίδα]] με την οποία πιάνονται οι ποντικοί, [[ποντικοπαγίδα]], [[φάκα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> φωτιστική [[συσκευή]] αποτελούμενη από [[τρεις]] λαμπτήρες οι οποίοι ρίχνουν φως μόνο [[προς]] τα [[πίσω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[ασπάραγος]] ο [[πετραίος]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον Δουκάγγ.) «τὸ άναρριπτόμενον της μυάγρας [[ξύλον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> [[ἄγρα]] «[[κυνήγι]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ποδ</i>-[[άγρα]], <i>πυρ</i>-[[άγρα]])].
|mltxt=η (Α [[μυάγρα]] και ιων. τ. μυάγρη)<br />[[παγίδα]] με την οποία πιάνονται οι ποντικοί, [[ποντικοπαγίδα]], [[φάκα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> φωτιστική [[συσκευή]] αποτελούμενη από [[τρεις]] λαμπτήρες οι οποίοι ρίχνουν φως μόνο [[προς]] τα [[πίσω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[ασπάραγος]] ο [[πετραίος]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον Δουκάγγ.) «τὸ άναρριπτόμενον της μυάγρας [[ξύλον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> [[ἄγρα]] «[[κυνήγι]]» ([[πρβλ]]. [[ποδάγρα]], [[πυράγρα]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=ποντικοπαγίδα). Σύνθετο ἀπό τό [[μῦς]] (=[[ποντικός]]) + [[ἄγρα]] (=κυνήγι).
|mantxt=(=[[ποντικοπαγίδα]]). Σύνθετο ἀπό τό [[μῦς]] (=[[ποντικός]]) + [[ἄγρα]] (=[[κυνήγι]]).
}}
}}

Latest revision as of 10:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠάγρα Medium diacritics: μυάγρα Low diacritics: μυάγρα Capitals: ΜΥΑΓΡΑ
Transliteration A: myágra Transliteration B: myagra Transliteration C: myagra Beta Code: mua/gra

English (LSJ)

ἡ, (μῦς)
A mouse-trap, AP9.410 (Tull. Sab.), Poll.7.41:—also μύαγρον, τό, Glossaria
II = ἀσπάραγος πετραῖος, Ps.-Dsc.2.125.

German (Pape)

[Seite 213] ἡ, die Mäusefalle, Tull. Gem. 9 (IX, 410).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
souricière.
Étymologie: μῦς, ἄγρα.

Russian (Dvoretsky)

μυάγρα:мышеловка Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μυάγρα: ἡ, (μῦς) παγὶς πρὸς σύλληψιν μυῶν, Ἀνθ. Π. 9. 410, Πολυδ. Ζ΄, 41.

Greek Monolingual

η (Α μυάγρα και ιων. τ. μυάγρη)
παγίδα με την οποία πιάνονται οι ποντικοί, ποντικοπαγίδα, φάκα
νεοελλ.
ναυτ. φωτιστική συσκευή αποτελούμενη από τρεις λαμπτήρες οι οποίοι ρίχνουν φως μόνο προς τα πίσω
αρχ.
1. το φυτό ασπάραγος ο πετραίος
2. (κατά τον Δουκάγγ.) «τὸ άναρριπτόμενον της μυάγρας ξύλον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + ἄγρα «κυνήγι» (πρβλ. ποδάγρα, πυράγρα)].

Greek Monotonic

μυάγρα: ἡ (μῦς), ποντικοπαγίδα, σε Ανθ.

Middle Liddell

μυ-άγρα, ἡ, [μῦς]
a mouse-trap, Anth.

Mantoulidis Etymological

(=ποντικοπαγίδα). Σύνθετο ἀπό τό μῦς (=ποντικός) + ἄγρα (=κυνήγι).