Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τρύγη: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=τρύγη
|Full diacritics=τρῠ́γη
|Medium diacritics=τρύγη
|Medium diacritics=τρύγη
|Low diacritics=τρύγη
|Low diacritics=τρύγη
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trygi
|Transliteration C=trygi
|Beta Code=tru/gh
|Beta Code=tru/gh
|Definition=[ῠ], ἡ, <span class="sense"><span class="bld">I</span> [[grain-crop]], [[corn]], οὐδὲ τρύγην οἴσεις <span class="bibl"><span class="title">h.Ap.</span>55</span>, cf. Theognost.<span class="title">Can.</span>24, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>167.24</span>, al., <span class="bibl">Eust.1003.59</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[vintage]], AP 11.203, <span class="bibl">Ath.2.40b</span>, <span class="bibl"><span class="title">PRyl.</span>157.18</span> (ii A. D.), etc.; τ. ἀμπέλων <span class="bibl">Hierocl. p.63</span> A.; οἱ ἐπὶ τρύγῃ [[grape-gatherers]], Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[σταφυλοδρόμοι]]; cf. [[τρυγητήρ]]. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[dryness]], <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>368</span>.</span>
|Definition=[ῠ], ἡ,<br><span class="bld">I</span> [[grain-crop]], [[corn]], οὐδὲ τρύγην οἴσεις ''h.Ap.''55, cf. Theognost.''Can.''24, ''EM''167.24, al., Eust.1003.59.<br><span class="bld">2</span> [[vintage]], AP 11.203, Ath.2.40b, ''PRyl.''157.18 (ii A. D.), etc.; τ. ἀμπέλων Hierocl. p.63 A.; οἱ ἐπὶ τρύγῃ [[grape-gatherers]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[σταφυλοδρόμοι]]; cf. [[τρυγητήρ]].<br><span class="bld">II</span> [[dryness]], Nic.''Th.''368.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />récolte.<br />'''Étymologie:''' DELG [[τρυγάω]].
|btext=ης (ἡ) :<br />[[récolte]].<br />'''Étymologie:''' DELG [[τρυγάω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 12:31, 7 December 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῠ́γη Medium diacritics: τρύγη Low diacritics: τρύγη Capitals: ΤΡΥΓΗ
Transliteration A: trýgē Transliteration B: trygē Transliteration C: trygi Beta Code: tru/gh

English (LSJ)

[ῠ], ἡ,
I grain-crop, corn, οὐδὲ τρύγην οἴσεις h.Ap.55, cf. Theognost.Can.24, EM167.24, al., Eust.1003.59.
2 vintage, AP 11.203, Ath.2.40b, PRyl.157.18 (ii A. D.), etc.; τ. ἀμπέλων Hierocl. p.63 A.; οἱ ἐπὶ τρύγῃ grape-gatherers, Hsch. s.v. σταφυλοδρόμοι; cf. τρυγητήρ.
II dryness, Nic.Th.368.

German (Pape)

[Seite 1155] ἡ, 1) alle Früchte, die im Herbste reif gelesen, eingeerntet werden, Feld- u. Baumfrüchte, Getreide, Obst, Wein u. dgl., H. h. Apoll. 35; Ernte, Weinlese, τρύγας πάσας ἐξεφόρησε, vom Wein, Gaetul. 8 (XI, 409), u. a. Sp. – 2) Trockenheit, Dürre, Nic. Th. 367.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
récolte.
Étymologie: DELG τρυγάω.

Russian (Dvoretsky)

τρύγη: (ῠ) ἡ
1 поспевшие плоды, урожай HH;
2 сбор винограда Anth.

Greek (Liddell-Scott)

τρύγη: [ῠ], ἡ, ὥριμος καρπός, δηλ. 1) γεννημάτων εἰσοδεία, σῖτος, κλπ., οὐδὲ τρύγην οἴσεις Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 55, πρβλ. Θεογνώστου Κανόν. σ. 24, Εὐστ. 1003. 59· «τρύγη· ὁ πυρός, καὶ ἡ κριθή, καὶ πᾶς ἄλλος καρπός, καὶ ποιὰ βοτάνη» Ἡσύχ. 2) τρυγητός, συγκομιδὴ τῶν σταφυλῶν, Ἀνθ. Π. 11. 203, Ἀθήν. 40Β, κλπ.· τρ. ἀμπέλων Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 491. 31· οἱ ἐπὶ τρύγῃ, οἱ τρυγῶντες, Ἡσύχ. ἐν λέξ. σταφυλοδρόμοι, πρβλ. τρυγητήρ. ΙΙ. ξηρασία, Νικ. Θηρ. 368. (Ἴσως ἐκ τοῦ ῥήματ. τρύγω, ἐπειδὴἔννοια τοῦ ὡρίμου περιέχει τὴν τῆς ξηρότητος· πρβλ. τρύγω).

Greek Monolingual

η, ΜΑ, και κατά τον Ησύχ. ὀτρύγη Α
(ιδίως για τα σιτηρά) συγκομιζόμενος καρπός
αρχ.
1. η συγκομιδή καρπών
2. (ειδικά) η συγκομιδή τών σταφυλιών, ο τρύγος
2. έλλειψη νερού, ξηρασία
3. (στον τ. ὀτρύγη) (κατά τον Ησύχ.) «χόρτος, καλάμη»
4. φρ. «οἱ ἐπὶ τρύγῃ» — αυτοί που κάνουν τη συγκομιδή τών καρπών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται, κατά την πιθανότερη άποψη, για υποχωρητ. παρ. του ρ. τρυγῶ. Ο τ. ὀτρύγη που παραδίδει ο Ησύχ. είναι δυσερμήνευτος και πιθ. εσφ. (για τη σημ. βλ. και λ. τρυγώ)].

Greek Monotonic

τρύγη: [ῠ], ἡ,
1. ώριμος καρπός, συγκομιδή δημητριακών, σιτάρι, οὐδὲ τρύγην οἴσεις, σε Ομηρ. Ύμν.
2. συγκομιδή σταφυλιών, σε Ανθ.

Middle Liddell

τρῠ́γη, ἡ,
1. ripe fruit, a grain-crop, corn, οὐδὲ τρύγην οἴσεις Hhymn.
2. the vintage, Anth.

Mantoulidis Etymological

(=ὥριμος καρπός, μάζεμα σταφυλιῶν). Εἶναι σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα τρυγάω.