ἕκτωρ: Difference between revisions
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ektor | |Transliteration C=ektor | ||
|Beta Code=e(/ktwr | |Beta Code=e(/ktwr | ||
|Definition=ορος, ὁ, ἡ, ([[ἔχω]], cf. | |Definition=-ορος, ὁ, ἡ, ([[ἔχω]], cf. [[Plato|Pl.]]''[[Cratylus|Cra.]]''393a)<br><span class="bld">A</span> [[holding fast]], v.l.for [[ἕστωρ]], Il.24.272, cf. ''EM''383.25; [[epithet]] of [[Zeus]], Sapph.157; of anchors, ἕκτορες πλημμυρίδος Lyc.100, cf. Luc.''Lex.''15: as [[substantive]], = [[κροκύφαντος]], [[hair-net]], Leon. ap. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; also pl., = <b class="b3">πάσσαλοι ἐν ῥυμῷ</b>, Id.<br><span class="bld">II</span> Hom. only as pr. n. [[Hector]], the [[prop]] or [[stay]] of [[Troy]], οἶος γὰρ ἐρύετο Ἴλιον Ἕκτωρ Il.6.403:—Adj. Ἑκτόρεος, α or η, ον, also ος, ον E.''Rh.'' 1 (anap.):—[[of Hector]], Hom., B.12.154, etc.: also [[Ἑκτόρειος]], ον, Anaxil.38; κόμαι Lyc.1133. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ορος, ὁ<br /><b class="num">I</b> ref. cosas [[lo que sujeta o mantiene]]<br /><b class="num">1</b> [[clavija]] o [[pezón]] encajado en la lanza del carro para uncirlo, l. antigua de <i>Il</i>.24.272 en Sch.Gen.<i>ad loc</i>. (p.212), cf. <i>EM</i> 383.25G., | |dgtxt=-ορος, ὁ<br /><b class="num">I</b> ref. cosas [[lo que sujeta o mantiene]]<br /><b class="num">1</b> [[clavija]] o [[pezón]] encajado en la lanza del carro para uncirlo, l. antigua de <i>Il</i>.24.272 en Sch.Gen.<i>ad loc</i>. (p.212), cf. <i>EM</i> 383.25G., ἕκτορες· πάσσαλοι ἐν ῥυμῷ Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[tejido de malla]], [[redecilla]] Leonidas en Hsch., cf. κροκύφαντος, κεκρύφαλος.<br /><b class="num">3</b> dicho de anclas ἕκτορες πλημμυρίδος sujeción ante la marea</i> Lyc.100, ἕκτοράς τινας ἀμφιστόμους ... καὶ ναυσιπέδας Luc.<i>Lex</i>.15.<br /><b class="num">II</b> ref. dioses o pers. [[el mantenedor]] o [[salvaguarda]] epít. de Zeus, Sapph.180, sobrenombre que los frigios daban a Darío, Hsch.s.u. [[Δαρεῖος]]<br /><b class="num">•</b>cuasi sinón. de [[ἄναξ]]: ὁ γὰρ «[[ἄναξ]]» καὶ ὁ «[[ἕκτωρ]]» σχεδόν τι ταὐτὸν σημαίνει rel. c. la etim. de ἔχω Pl.<i>Cra</i>.393a. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:18, 25 August 2023
English (LSJ)
-ορος, ὁ, ἡ, (ἔχω, cf. Pl.Cra.393a)
A holding fast, v.l.for ἕστωρ, Il.24.272, cf. EM383.25; epithet of Zeus, Sapph.157; of anchors, ἕκτορες πλημμυρίδος Lyc.100, cf. Luc.Lex.15: as substantive, = κροκύφαντος, hair-net, Leon. ap. Hsch.; also pl., = πάσσαλοι ἐν ῥυμῷ, Id.
II Hom. only as pr. n. Hector, the prop or stay of Troy, οἶος γὰρ ἐρύετο Ἴλιον Ἕκτωρ Il.6.403:—Adj. Ἑκτόρεος, α or η, ον, also ος, ον E.Rh. 1 (anap.):—of Hector, Hom., B.12.154, etc.: also Ἑκτόρειος, ον, Anaxil.38; κόμαι Lyc.1133.
Spanish (DGE)
-ορος, ὁ
I ref. cosas lo que sujeta o mantiene
1 clavija o pezón encajado en la lanza del carro para uncirlo, l. antigua de Il.24.272 en Sch.Gen.ad loc. (p.212), cf. EM 383.25G., ἕκτορες· πάσσαλοι ἐν ῥυμῷ Hsch.
2 tejido de malla, redecilla Leonidas en Hsch., cf. κροκύφαντος, κεκρύφαλος.
3 dicho de anclas ἕκτορες πλημμυρίδος sujeción ante la marea Lyc.100, ἕκτοράς τινας ἀμφιστόμους ... καὶ ναυσιπέδας Luc.Lex.15.
II ref. dioses o pers. el mantenedor o salvaguarda epít. de Zeus, Sapph.180, sobrenombre que los frigios daban a Darío, Hsch.s.u. Δαρεῖος
•cuasi sinón. de ἄναξ: ὁ γὰρ «ἄναξ» καὶ ὁ «ἕκτωρ» σχεδόν τι ταὐτὸν σημαίνει rel. c. la etim. de ἔχω Pl.Cra.393a.
German (Pape)
[Seite 784] ορος, ὁ, der Festhalter, Anker; Luc. Lexiph. 15; Lycophr. 100; vgl. ἕστωρ.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
qui tient fortement, qui retient : ὁ ἕκτωρ LUC ancre.
Étymologie: ἔχω.
Russian (Dvoretsky)
ἕκτωρ: ορος ὁ ἔχω
1 держатель: ἕκτορες ἀμφίστομοι Luc. = ἄγκυραι;
2 вседержитель, хранитель (Ζεύς Sappho).
Greek (Liddell-Scott)
ἕκτωρ: -ορος, ὁ, ἡ, (ἔχω, ἕξω) ὁ σταθερῶς, ἰσχυρῶς κρατῶν, ἐπίθ. τοῦ Διός, Σαπφὼ 149· ὡσαύτως ἐπὶ δικτύου, Λεωνίδης Ταραντ. παρ’ Ἡσυχ.· ἐπὶ ἀγκυρῶν, Λουκ. Λεξιφ. 15, ἃς καλεῖ ὁ Λυκόφρ. (στ. 100) ἕκτορας πλημμυρίδος, «κωλυτὰς τῶν κυμάτων» Σχόλ., πρβλ. ἕστωρ. ΙΙ. παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς κύρ. ὄνομα, ὁ Ἕκτωρ, τὸ ἔρεισμα τῆς Τροίας, οἷος γὰρ ἐρύετο Ἴλιον Ἕκτωρ Ἰλ. Ζ. 403: - ἐντεῦθεν Ἑκτόρεος, α, ἢ η, ον, ὡσαύτως ος, ον, Εὐρ. Ρῆσ. 1· τοῦ Ἕκτορος, Ὁμ., κτλ.· ὡσαύτως Ἑκτόρειος, α, ον, Ἀναξίλ. ἐν Ἀδήλ. 6, Λυκόφρ. 1133.
Greek Monolingual
ἕκτωρ, ο, η (Α)
1. αυτός που κρατεί, συγκρατεί ή στηρίζει γερά (και επίθ. του Διός)
(για άγκυρες) «ἕκτορες πλημμυρίδος» (Λυκόφρ.)
συγκρατητές, εμποδιστές τών κυμάτων
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἕκτωρ
α) είδος άγκυρας
β) κεκρύφαλος
γ) στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) «πάσσαλοι ἐν ῥυμῷ»
δ) (ως κύρ. όνομ.) Ἕκτωρ στον Όμηρ.
το στήριγμα, ο προστάτης, ο υπερασπιστής της Τροίας.