ὀσφραντικός: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=osfrantikos | |Transliteration C=osfrantikos | ||
|Beta Code=o)sfrantiko/s | |Beta Code=o)sfrantiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ὀσφραντική, ὀσφραντικόν,<br><span class="bld">A</span> [[capable of smelling]], [[quick of scent]], [κυνίδια] Arist.''GA''781b10; of the vine, [[sensitive to odours]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 2.18.4.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">τὸ ὀσφραντικὸν αἰσθητήριον</b> [[the organ of the sense of smell]], Arist. ''de An.'' 421b32; [[τὸ ὀσφραντικόν]] = [[the capacity of smelling]], <b class="b3">ὃ ἐνεργείᾳ ἡ ὄσφρησις, τοῦτο δυνάμει τὸ ὀ.</b> ''Sens.''438b22. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:26, 25 August 2023
English (LSJ)
ὀσφραντική, ὀσφραντικόν,
A capable of smelling, quick of scent, [κυνίδια] Arist.GA781b10; of the vine, sensitive to odours, Thphr. CP 2.18.4.
2 τὸ ὀσφραντικὸν αἰσθητήριον the organ of the sense of smell, Arist. de An. 421b32; τὸ ὀσφραντικόν = the capacity of smelling, ὃ ἐνεργείᾳ ἡ ὄσφρησις, τοῦτο δυνάμει τὸ ὀ. Sens.438b22.
German (Pape)
[Seite 401] zum Riechen gehörig, Arist. gen. an. 5, 2; τὸ ὀσφ., sp. Medic., wie ὀσφραντήριον.
Russian (Dvoretsky)
ὀσφραντικός:
1 обладающий тонким обонянием (κυνίδια Arst.);
2 обонятельный (αἰσθητήριον Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀσφραντικός: -ή, -όν, ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ ὀσφραίνεσθαι, ὀξεῖαν ἔχων ὄσφρησιν, κυνίδια Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσ. 5. 2, 7· ἐπὶ ἀμπέλου, εὐαίσθητος εἰς ὀσμάς, Θεοφράστου π. Φυτ. Αἰτ. 2. 18, 4, πρβλ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 16, 6. 2) τὸ ὀσφρ. αἰσθητήριον, τὸ ὄργανον τῆς ὀσφρήσεως, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 9, 13., 3. 1, 1· τὸ ὀσφραντικόν, ἡ δύναμις τοῦ ὀσφραίνεσθαι, ὃ ἐνεργείᾳ ἡ ὄσφρησις, τοῦτο δυνάμει τὸ ὀσφρ. ὁ αὐτ. π. Αἰσθ. 2, 19. ΙΙ. τὸ ὀσφραντικόν, = ὀσφραντήριον, ΙΙ. Γαλην.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ὀσφραντικός, -ή, -όν) οσφραντός
(ο σχετικός με την όσφρηση, οσφρητικός α. «οσφραντικό νεύρο» β. «τὸ ὀσφραντικὸν αἰσθητήριον», Αριστοτ.)
αρχ.
1. αυτός που έχει οξεία όσφρηση, που είναι ευαίσθητος σε οσμές
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀσφραντικόν
α) η δύναμη, η ικανότητα κάποιου να οσφραίνεται
β) το οσφράδιο.