ὑπερκάθημαι: Difference between revisions
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yperkathimai | |Transliteration C=yperkathimai | ||
|Beta Code=u(perka/qhmai | |Beta Code=u(perka/qhmai | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> to [[be posted over]] or [[upon]], ἐπὶ τῶν ἄκρων X.''An.''5.2.1.<br><span class="bld">II</span> [[sit over and watch]], [[keep an eye on]], [[ἡμῶν]] ib.5.1.9, cf. Plot. 3.4.5. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:53, 25 August 2023
English (LSJ)
A to be posted over or upon, ἐπὶ τῶν ἄκρων X.An.5.2.1.
II sit over and watch, keep an eye on, ἡμῶν ib.5.1.9, cf. Plot. 3.4.5.
German (Pape)
[Seite 1197] (s. ᾑμαι), darüber sitzen, darauf sitzen, τινός, an einem höhern Orte, ἐπί τινος, Xen. An. 5, 2, 1. – Einem nachsetzen, wie unser »Einem auf dem Dache sitzen«, τινός, ibd. 5, 1, 9.
French (Bailly abrégé)
seul. pers.
1 être campé au-dessus, ἐπί τινος;
2 fig. être sur les talons ou sur le dos de, presser vivement, gén..
Étymologie: ὑπέρ, κάθημαι.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερκάθημαι:
1 быть расположенным выше: ὑπερηκάθηντο ἐπὶ τῶν ἄκρων Xen. они расположились над высотами;
2 неотступно следовать (τινος Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερκάθημαι: κυρίως παθ. πρκμ. τοῦ -έζομαι, κάθημαι ἐπί τινος ἢ ὑπεράνω, ἐπί τινος Ξεν. Ἀνάβ. 5. 2, 1. ΙΙ. μεταφ., κάθημαι ὑπεράνω τινὸς καὶ ἀγρυπνῶ, φυλάττω, παραφυλάττω τινά, τινὸς αὐτόθι 5. 1, 9.
Greek Monolingual
Α κάθημαι
1. κάθομαι πάνω σε κάτι
2. κάθομαι σε ψηλότερο σημείο παρατηρώντας με προσοχή ή κατασκοπεύοντας κάποιον.
Greek Monotonic
ὑπερκάθημαι: κυρίως Παθ. παρακ. του -έζομαι, κάθομαι υπεράνω ή επάνω σε, ἐπί τινος, σε Ξεν.· μεταφ., κάθομαι πάνω από κάποιον και αγρυπνώ, παρακολουθώ, επιτηρώ κάποιον, τινος, στον ίδ.
Middle Liddell
properly perf. pass. of -έζομαι]
to sit over or upon, ἐπί τινος Xen.:—metaph. to sit over and watch, keep an eye on, τινος Xen.