κατάγλωττος: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataglottos
|Transliteration C=kataglottos
|Beta Code=kata/glwttos
|Beta Code=kata/glwttos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[glib]], [[fluent]], <b class="b3">ἐν τῇ σχολῇ γοργοὶ καὶ κ</b>. <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>2.16.20</span>; [[babbling]], [[garrulous]], Gell.1.15.17. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[written in rare]] or [[far-fetched language]], ποιήματα <span class="title">AP</span>11.218 (Crates), prob. l. in <span class="bibl">Luc.<span class="title">Lex.</span>25</span>; τὸ κ. τῆς λέξεως <span class="bibl">D.H.<span class="title">Th.</span>53</span>.</span>
|Definition=κατάγλωττον,<br><span class="bld">A</span> [[glib]], [[fluent]], <b class="b3">ἐν τῇ σχολῇ γοργοὶ καὶ κ.</b> Arr.''Epict.''2.16.20; [[babbling]], [[garrulous]], Gell.1.15.17.<br><span class="bld">II</span> [[written in rare]] or [[far-fetched language]], ποιήματα ''AP''11.218 (Crates), prob. l. in Luc.''Lex.''25; τὸ κ. τῆς λέξεως D.H.''Th.''53.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατάγλωττος -ον [κατά, γλῶττα] [[vol zeldzame en gezochte woorden]].
|elnltext=κατάγλωττος -ον &#91;[[κατά]], [[γλῶττα]]] [[vol zeldzame en gezochte woorden]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 10:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάγλωττος Medium diacritics: κατάγλωττος Low diacritics: κατάγλωττος Capitals: ΚΑΤΑΓΛΩΤΤΟΣ
Transliteration A: katáglōttos Transliteration B: kataglōttos Transliteration C: kataglottos Beta Code: kata/glwttos

English (LSJ)

κατάγλωττον,
A glib, fluent, ἐν τῇ σχολῇ γοργοὶ καὶ κ. Arr.Epict.2.16.20; babbling, garrulous, Gell.1.15.17.
II written in rare or far-fetched language, ποιήματα AP11.218 (Crates), prob. l. in Luc.Lex.25; τὸ κ. τῆς λέξεως D.H.Th.53.

German (Pape)

[Seite 1342] od. κατάγλωσσος, geschwätzig, Gell. N. A. 1, 25; – voll seltener od. veralteter Wörter u. Ausdrücke, D. Hal. ind. Thuc. 53 τὸ κατάγλωσσον τῆς λέξεως καὶ ξένον καὶ ποιητικόν, κατάγλωσσ' ἐποίει τὰ ποιήματα Crates grammat. ep. (XI, 218); vgl. Luc. Lex. 25.

French (Bailly abrégé)

att. c. κατάγλωσσος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάγλωττος -ον [κατά, γλῶττα] vol zeldzame en gezochte woorden.

Russian (Dvoretsky)

κατάγλωττος: атт. = κατάγλωσσος.

Greek (Liddell-Scott)

κατάγλωττος: -ον, πολυλόγος, «πολυλογᾶς», «γλωσσᾶς», Γέλλ. 1. 25, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2.16, 20· πρβλ. κάτοξος. ΙΙ. ποιήματα κ., ποιήματα ἐν γλώσσῃ ἐξεζητημένη καὶ οὐχὶ συνήθει, οἷα τὰ τοῦ Εὐφορίωνος, ἴδε Meineke εἰς Εὐφορ. σ. 47, Ἀνθ. Π. 11. 218· τό κατάγλωττον τῆς λέξεως Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 53· οὕτως ἐν Λουκ. Λεξιφ. 25 ὁ Meineke διορθοῖ, οὐδέ… ἐπαινοῦμεν τοὺς κατάγλωττα (ἀντὶ κατὰ γλῶτταν) γράφοντας ποιήματα· πρβλ. καταγλωττίζω Ι, γλῶσσα ΙΙ. 2.

Greek Monolingual

κατάγλωττος, αττ. τ. κατάγλωσσος, -ον (Α)
1. φλύαρος, πολυλογάς
2. (για ποίημα) ο γραμμένος με σπάνιες και με πολύ εξεζητημένες λέξεις («κατάγλωσσ' ἐποίει τὰ ποιήματα», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -γλωττος (< γλῶττα «γλώσσα»), πρβλ. έγγλωττος, εύγλωττος].