πρακτήρ: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3, $4.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=praktir
|Transliteration C=praktir
|Beta Code=prakth/r
|Beta Code=prakth/r
|Definition=Ion. [[πρηκτήρ]], ῆρος, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[doer]], πρηκτῆρά τε ἔργων <span class="bibl">Il.9.443</span>: in plural, [[trader]]s, ναυτάων, οἵ τε πρηκτῆρες ἔασιν <span class="bibl">Od.8.162</span>; παίδων πρηκτῆρες = [[dealer]]s in children, <span class="bibl">Man.6.447</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[πράκτωρ]] <span class="bibl">11.1</span>, <span class="title">BCH</span>50.16 (Delph., iv B. C.), <span class="title">IG</span>22.45.8 (prob.), 9(1).32.38 (Stiris, ii B. C.), <span class="bibl">Them. <span class="title">Or.</span>8.114a</span>, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1829.7</span> (vi A.D.), etc.</span>
|Definition=Ion. [[πρηκτήρ]], πρακτῆρος, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[doer]], πρηκτῆρά τε ἔργων Il.9.443: in plural, [[trader]]s, ναυτάων, οἵ τε πρηκτῆρες ἔασιν Od.8.162; παίδων πρηκτῆρες = [[dealer]]s in children, Man.6.447.<br><span class="bld">II</span> = [[πράκτωρ]] II.1, ''BCH''50.16 (Delph., iv B. C.), ''IG''22.45.8 (prob.), 9(1).32.38 (Stiris, ii B. C.), Them. ''Or.''8.114a, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1829.7 (vi A.D.), etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ήρος, ιων. τ. [[πρηκτήρ]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που πράττει [[κάτι]], [[εκτελεστής]]<br /><b>2.</b> [[πράκτορας]], [[εισπράκτορας]] φόρων<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> <i>οἱ πρακτῆρες</i><br />έμποροι, πραματευτές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πρακ</i>- του [[πράττω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> [[φρακ]]-<i>τήρ</i>)].
|mltxt=-ήρος, ιων. τ. [[πρηκτήρ]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που πράττει [[κάτι]], [[εκτελεστής]]<br /><b>2.</b> [[πράκτορας]], [[εισπράκτορας]] φόρων<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> <i>οἱ πρακτῆρες</i><br />έμποροι, πραματευτές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πρακ</i>- του [[πράττω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> ([[πρβλ]]. [[φρακτήρ]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 10:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρακτήρ Medium diacritics: πρακτήρ Low diacritics: πρακτήρ Capitals: ΠΡΑΚΤΗΡ
Transliteration A: praktḗr Transliteration B: praktēr Transliteration C: praktir Beta Code: prakth/r

English (LSJ)

Ion. πρηκτήρ, πρακτῆρος, ὁ,
A doer, πρηκτῆρά τε ἔργων Il.9.443: in plural, traders, ναυτάων, οἵ τε πρηκτῆρες ἔασιν Od.8.162; παίδων πρηκτῆρες = dealers in children, Man.6.447.
II = πράκτωρ II.1, BCH50.16 (Delph., iv B. C.), IG22.45.8 (prob.), 9(1).32.38 (Stiris, ii B. C.), Them. Or.8.114a, POxy.1829.7 (vi A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 693] ῆρος, ὁ, ion. u. hom. πρηκτήρ, der Etwas thut, verrichtet; ἔργων, der Werke verrichtet, Il. 9, 443; bes. der Handelsmann, Od. 8, 162. – Bei Attikern Einer, der schuldiges Geld eintreibt, einfordert, Executor, Sp. auch überh. der eine Rache, Strafe vollzieht. S. πράκτωρ.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
1 qui agit, qui exécute, auteur de qch;
2 qui traite d'affaires, qui trafique, marchand.
Étymologie: πράσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρακτήρ -ῆρος, ὁ, Ion. πρηκτήρ [πράττω] verrichter:; μύθων τε ῥητῆρ’ ἔμεναι πρηκτῆρά τε ἔργων zowel een spreker van woorden als een doener van daden te zijn Il. 9.443; handelaar. Od. 8.162.

Russian (Dvoretsky)

πρακτήρ: ион. πρηκτήρ, ῆρος ὁ
1 создатель, творец: π. ἔργων Hom. деловой человек;
2 торговец, купец Hom.

Greek Monolingual

-ήρος, ιων. τ. πρηκτήρ, ὁ, Α
1. αυτός που πράττει κάτι, εκτελεστής
2. πράκτορας, εισπράκτορας φόρων
3. πληθ. οἱ πρακτῆρες
έμποροι, πραματευτές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρακ- του πράττω + επίθημα -τήρ (πρβλ. φρακτήρ)].

Greek Monotonic

πρακτήρ: Ιων. πρηκτήρ, -ῆρος, ὁ (πράσσω),
I. αυτός που ενεργεί, αυτουργός, δράστης, σε Ομήρ. Ιλ.
II. έμπορος, Λατ. negotiator, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

πρακτήρ: Ἰων. πρηκτήρ, ῆρος, ὁ, (πράσσω) ὁ πράττων τι, ἐκτελεστής πρηκτῆρά τε ἔργων Ἰλ. Ι. 443· ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Θ. 162, ναυτάων οἵ τε πρηκτῆρες ἔασιν, δηλ. ἔμποροι, Λατ. negotiatores· παίδων π., οἱ ἐμπορευόμενοι..., Μανέθων 6. 447· πρβλ. πρᾶξις Ι, πραγματεύομαι Ι. 2. ΙΙ. = πράκτωρ ΙΙ. 1, Θεμίστ. 114Α, κτλ.

Middle Liddell

πρακτήρ, ionic πρηκτήρ, ῆρος, ὁ, πράσσω
I. one that does, a doer, Il.
II. a trader, Lat. negotiator, Od.