παχυμερής: Difference between revisions

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")
m (Text replacement - "Theil" to "Teil")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0539.png Seite 539]] ές, aus dicken od. groben Theilen bestehend, Tim. Locr. 100 e u. Sp., wie Plut. Quaest. nat. 5. – Adv., Strab. I p. 66.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0539.png Seite 539]] ές, aus dicken od. groben Teilen bestehend, Tim. Locr. 100 e u. Sp., wie Plut. Quaest. nat. 5. – Adv., Strab. I p. 66.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />[[υλιστικός]], [[πεζός]], προσηλωμένος στα εγκόσμια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από παχιά ή αδρά μέρη, [[σωματώδης]], [[εύσωμος]]<br /><b>2.</b> [[σωματικός]], [[υλικός]]<br /><b>3.</b> [[πρόχειρος]] και [[χονδρικός]], [[κατά]] [[προσέγγιση]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[παχύς]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παχυμερές</i><br />το πυκνό [[μέρος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παχυμερῶς</i> Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> χονδρικώς, με γενικό τρόπο, [[κατά]] [[προσέγγιση]], αδρά<br /><b>2.</b> επί [[τροχάδην]], [[γρήγορα]] («παχυμερῶς ἐξετάζειν», Ιουστιν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>λεπτο</i>-<i>μερής</i>].
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />[[υλιστικός]], [[πεζός]], προσηλωμένος στα εγκόσμια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από παχιά ή αδρά μέρη, [[σωματώδης]], [[εύσωμος]]<br /><b>2.</b> [[σωματικός]], [[υλικός]]<br /><b>3.</b> [[πρόχειρος]] και [[χονδρικός]], [[κατά]] [[προσέγγιση]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[παχύς]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παχυμερές</i><br />το πυκνό [[μέρος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παχυμερῶς</i> Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> χονδρικώς, με γενικό τρόπο, [[κατά]] [[προσέγγιση]], αδρά<br /><b>2.</b> επί [[τροχάδην]], [[γρήγορα]] («παχυμερῶς ἐξετάζειν», Ιουστιν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]]), [[πρβλ]]. [[λεπτομερής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 07:40, 10 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰχῠμερής Medium diacritics: παχυμερής Low diacritics: παχυμερής Capitals: ΠΑΧΥΜΕΡΗΣ
Transliteration A: pachymerḗs Transliteration B: pachymerēs Transliteration C: pachymeris Beta Code: paxumerh/s

English (LSJ)

παχυμερές,
A consisting of thick or coarse parts, Ti.Locr.100e (Comp.), Arist.Pr.873a6; ἀήρ Corn.ND5 (Sup.); τὸ παχυμερές the dense part, Epicur.Ep.2p.51U.; τὸ παχυμερέστερον, opp. τὸ λεπτομερέστερον, Arist.Cael.304a31; τὸ παχυμερέστατον Placit.1.3.11.
II metaph. in Adv., loosely, broadly, roughly, εἴρηται παχυμερῶς Str.1.4.7, cf. 8 (Comp.), Ach. Tat.Intr.Arat. 18; cursorily, ἐξετάζειν Just.Nov. 53.4.1.

German (Pape)

[Seite 539] ές, aus dicken od. groben Teilen bestehend, Tim. Locr. 100 e u. Sp., wie Plut. Quaest. nat. 5. – Adv., Strab. I p. 66.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
formé de parties épaisses, gros, épais;
Sp. παχυμερέστατος.
Étymologie: παχύς, μέρος.

Russian (Dvoretsky)

πᾰχῠμερής: состоящий из толстых или плотных частей (τὸ ψυχρόν Plat.; sc. ὕδωρ Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰχῠμερής: -ές, ὁ ἐκ τῶν παχέων ἢ ἁδρῶν μερῶν συνιστάμενος, Τίμ. Λοκρ. 100Ε, Ἀριστ. Προβλ. 3. 14· τὸ παχυμερές, τὸ πυκνὸν μέρος, Διογ. Λ. 7. 142· τὸ παχυμερέστερον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λεπτομερέστερον, Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 5, 8. ΙΙ. μεταφορ. ἐν τῷ ἐπίρρ. = τῷ παχυλῶς, παχυμερῶς εἰρῆσθαι Στράβ. 66· πρβλ. παχὺς Ι. 2, παχυλός. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παχυμερῶς· ἁδρῶς, παχέως».

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
υλιστικός, πεζός, προσηλωμένος στα εγκόσμια
αρχ.
1. αυτός που αποτελείται από παχιά ή αδρά μέρη, σωματώδης, εύσωμος
2. σωματικός, υλικός
3. πρόχειρος και χονδρικός, κατά προσέγγιση
4. μτφ. παχύς
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ παχυμερές
το πυκνό μέρος.
επίρρ...
παχυμερῶς Α
1. (κατά τον Ησύχ.) χονδρικώς, με γενικό τρόπο, κατά προσέγγιση, αδρά
2. επί τροχάδην, γρήγορα («παχυμερῶς ἐξετάζειν», Ιουστιν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + -μερής (< μέρος), πρβλ. λεπτομερής].

Greek Monotonic

πᾰχῠμερής: -ές, αυτός που αποτελείται από πυκνά και χοντρά κομμάτια· μεταφ. ως επίρρ., χονδροειδώς, σε Στράβ.

Middle Liddell

πᾰχῠ-μερής, ές
consisting of thick or coarse parts: metaph. in adv. roughly, Strab.