γεφυρίζω: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=gefyrizo
|Transliteration C=gefyrizo
|Beta Code=gefuri/zw
|Beta Code=gefuri/zw
|Definition=[[abuse from the causeway]], in the procession from Athens to Eleusis, Hsch., Suid.: hence, [[abuse freely]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sull.</span>6</span>,<span class="bibl">13</span>.
|Definition=[[abuse from the causeway]], in the procession from Athens to Eleusis, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Suid.: hence, [[abuse freely]], Plu.''Sull.''6,13.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />assaillir de plaisanteries grossières, comme faisaient les oisifs, sur le pont pendant les mystères d'Éleusis.<br />'''Étymologie:''' [[γέφυρα]].
|btext=<i>seul. prés.</i><br />[[assaillir de plaisanteries grossières]], [[comme faisaient les oisifs]], [[sur le pont pendant les mystères d'Éleusis]].<br />'''Étymologie:''' [[γέφυρα]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Latest revision as of 11:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεφῡρίζω Medium diacritics: γεφυρίζω Low diacritics: γεφυρίζω Capitals: ΓΕΦΥΡΙΖΩ
Transliteration A: gephyrízō Transliteration B: gephyrizō Transliteration C: gefyrizo Beta Code: gefuri/zw

English (LSJ)

abuse from the causeway, in the procession from Athens to Eleusis, Hsch., Suid.: hence, abuse freely, Plu.Sull.6,13.

Spanish (DGE)

lanzar bromas insultantes desde el puente en la procesión de Atenas a Eleusis, Sud.
de aquí lanzar insultos ἀπὸ τοῦ τείχους γεφυρίζοντες Plu.Sull.6, cf. 13.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
assaillir de plaisanteries grossières, comme faisaient les oisifs, sur le pont pendant les mystères d'Éleusis.
Étymologie: γέφυρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γεφυρίζω γέφυρα grove grappen maken.

German (Pape)

[ῡ], nach Vetera Lexica ἐν Ἐλευσῖνι ἐπὶ τῆς γεφύρας τοῖς μυστηρίοις καθεζόμενοι ἔσκωπτον τοὺς παριόντας; überhaupt = zügellos schimpfen, Plut. Sull. 6.13.

Russian (Dvoretsky)

γεφῡρίζω: (от обычая осыпать насмешками процессию, следовавшую через мост во время Элевсинских празднеств) осыпать насмешливой бранью (ἀπὸ τοῦ τείχους τινά Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

γεφῡρίζω: λοιδορῶ ἀπὸ τῆς γεφύρας (ὑπῆρχε γέφυρα μεταξὺ Ἀθηνῶν καὶ Ἐλευσῖνος, καὶ ἐνῷ οἱ ἄνθρωποι διήρχοντο αὐτὴν ἐν σεμνῇ πομπῇ, εἶχον παλαιὰν συνήθειαν νὰ λοιδορῶσιν ὅν τινα ἤθελον, Ἡσύχ., Σουίδ.), καὶ οὕτως, ἐλευθέρως καὶ ἀκωλύτως λοιδορῶ, χλευάζω, ὑβρίζω τινά, Πλούτ. Σύλλ. 6. 13·-ἐντεῦθεν, γεφῡρισμός, ὁ, πα-

Greek Monolingual

γεφυρίζω (Α) γέφυρα
(γενικά) κοροϊδεύω, χλευάζω με ελευθεροστομία (από τη συνήθεια αυτών που περίμεναν στη γέφυρα του Κηφισσού, στην Ιερά Οδό μεταξύ Αθηνών, Ελευσίνας, για να πειράξουν τους μύστες τών Ελευσινίων Μυστηρίων κατά την επιστροφή τους στην Αθήνα).

Greek Monotonic

γεφῡρίζω: μέλ. -σω, εξυβρίζω από τη γέφυρα· υπήρχε μια γέφυρα μεταξύ Αθήνας και Ελευσίνας και, καθώς οι άνθρωποι τη διέβαιναν, είχαν τη συνήθεια να εξυβρίζουν και να λοιδορούν όποιον ήθελαν· από όπου, χλευάζω ελεύθερα και ανεμπόδιστα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

γέφυρα
to abuse from the bridge: there was a bridge between Athens and Eleusis, and as the people passed it in procession, they had a custom of abusing whom they would: hence to abuse freely, Plut.