περιρροή: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perirroi | |Transliteration C=perirroi | ||
|Beta Code=perirroh/ | |Beta Code=perirroh/ | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[flowing round]], <b class="b3">ὡς ἂν ἑκάστοις [τοῖς ποταμοῖς] τύχῃ… ἡ π. γιγνομένη</b> according as each flows round, [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 111e.<br><span class="bld">II</span> [[fluid]], ξὺν π. αἱμάλωψ Aret.''CD''1.13. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 10:44, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ,
A flowing round, ὡς ἂν ἑκάστοις [τοῖς ποταμοῖς] τύχῃ… ἡ π. γιγνομένη according as each flows round, Pl.Phd. 111e.
II fluid, ξὺν π. αἱμάλωψ Aret.CD1.13.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
écoulement (d'un fleuve, etc.) vers un point déterminé.
Étymologie: περιρρέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιρροή -ῆς, ἡ [περιρρέω] eromheen stromend water.
German (Pape)
ἡ, das Herum-, Umherfließen, der Abfluß und Zusammenfluß wohin, Plat. Phaed. 111e.
Russian (Dvoretsky)
περιρροή: ἡ стекание, сток Plat.
Greek Monolingual
ἡ, Α περιρρέω
1. η ροή, το ρεύμα από τα γύρω («ὡς ἄν ἑκάστοις [τοῖς ποταμοῖς] τύχῃ... ἡ περιρροὴ γιγνομένη» — όπως κυλάει κάθε ποταμός από τα πέριξ, Πλάτ.)
2. το ρευστό.
Greek Monotonic
περιρροή: ἡ (περιρρέω), ροή γύρω από, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
περιρροή: ἡ, ῥοὴ ἐκ τῶν πέριξ, ὡς ἂν ἑκάστοις [τοῖς ποταμοῖς] τύχη... ἡ περ. γιγνομένη, ὡς ἕκαστος ῥέει ὁλόγυρα, Πλάτ. Φαίδων 111Ε.