φαρμακώδης: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2, $3 ;")
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=farmakodis
|Transliteration C=farmakodis
|Beta Code=farmakw/dhs
|Beta Code=farmakw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of the nature]] of a [[φάρμακον]], </span><span class="sense"><span class="bld">1</span> [[medicinal]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>624a18</span>, <span class="bibl"><span class="title">Mir.</span>835b32</span>, <span class="bibl"><span class="title">Pr.</span>863b32</span>; γάλα <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.15.4</span> (Sup.); χυμοί <span class="bibl">Id.<span class="title">CP</span>6.4.6</span> (Comp.); ποτήματα <span class="bibl">Sor.2.29</span>; <b class="b3">τὰ -ωδέστερα φάρμακα</b> ib.<span class="bibl">33</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[poisonous]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Ant.</span> 47</span>, <span class="bibl">2.974c</span>; [[poisoned]], τοξεύματα Dsc.3.80; τὸ φ. Plu.2.17b. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> of places, [[rich in medicinal herbs]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.15.4</span> (Posit. and Sup.).</span>
|Definition=φαρμακῶδες,<br><span class="bld">A</span> [[of the nature]] of a [[φάρμακον]],<br><span class="bld">1</span> [[medicinal]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''624a18, ''Mir.''835b32, ''Pr.''863b32; γάλα [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 9.15.4 (Sup.); χυμοί Id.''CP''6.4.6 (Comp.); ποτήματα Sor.2.29; <b class="b3">τὰ φαρμακωδέστερα φάρμακα</b> ib.33.<br><span class="bld">2</span> [[poisonous]], Plu.''Ant.'' 47, 2.974c; [[poisoned]], τοξεύματα Dsc.3.80; τὸ φ. Plu.2.17b.<br><span class="bld">3</span> of places, [[rich in medicinal herbs]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 9.15.4 (Posit. and Sup.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες / [[φαρμακώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[[φάρμακο]](<i>ν</i>)]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει φαρμακευτικές ιδιότητες, [[θεραπευτικός]]<br /><b>2.</b> [[δηλητηριώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> δηλητηριασμένος<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) [[πλούσιος]] σε φαρμακευτικά βότανα<br /><b>3.</b> [[βαφικός]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φαρμακῶδες</i>·πικρή [[γεύση]], [[φαρμακίλα]].
|mltxt=-ες / [[φαρμακώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[[φάρμακο]](<i>ν</i>)]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει φαρμακευτικές ιδιότητες, [[θεραπευτικός]]<br /><b>2.</b> [[δηλητηριώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> δηλητηριασμένος<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) [[πλούσιος]] σε φαρμακευτικά βότανα<br /><b>3.</b> [[βαφικός]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φαρμακῶδες</i>·πικρή [[γεύση]], [[φαρμακίλα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 22:15, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρμᾰκώδης Medium diacritics: φαρμακώδης Low diacritics: φαρμακώδης Capitals: ΦΑΡΜΑΚΩΔΗΣ
Transliteration A: pharmakṓdēs Transliteration B: pharmakōdēs Transliteration C: farmakodis Beta Code: farmakw/dhs

English (LSJ)

φαρμακῶδες,
A of the nature of a φάρμακον,
1 medicinal, Arist.HA624a18, Mir.835b32, Pr.863b32; γάλα Thphr. HP 9.15.4 (Sup.); χυμοί Id.CP6.4.6 (Comp.); ποτήματα Sor.2.29; τὰ φαρμακωδέστερα φάρμακα ib.33.
2 poisonous, Plu.Ant. 47, 2.974c; poisoned, τοξεύματα Dsc.3.80; τὸ φ. Plu.2.17b.
3 of places, rich in medicinal herbs, Thphr. HP 9.15.4 (Posit. and Sup.).

German (Pape)

[Seite 1257] ες, von der Art eines φάρμακον, einem Arzneimittel, Gifte, Zaubermittel ähnlich, Theophr. u. A.; ὕδωρ, heilsam, Plut. Ant. 47.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
de la nature d'une drogue, d'où
1 médicinal, salutaire ; τὸ φαρμακώδες PLUT les drogues, les remèdes;
2 vénéneux, empoisonné.
Étymologie: φάρμακον, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

φαρμᾰκώδης:
1 целительный, целебный (ἀλοιφή Arst.);
2 словно отравленный, т. е. нездоровый, негодный для питья (ὕδωρ Plut.);
3 похожий на лекарство, т. е. неприятный на вкус (ὥσπερ ἀλόη Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

φαρμᾰκώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἔχων τὴν φύσιν ἢ τὰς ἰδιότητας φαρμάκου, 1) θεραπευτικός, ἰαματικός, Ἀριστ. π. τὰ. Ζ. Ἱστ. 9. 40, 10, π. Θαυμ. 77, Προβλ. 1. 40, Θεόφρ. τὸ φαρμ. Πλούτ. 2. 17Β. 2) δηλητηριώδης, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντων. 47., 2. 974C, κλπ.

Greek Monolingual

-ες / φαρμακώδης, -ῶδες, ΝΑ [[[φάρμακο]](ν)]
1. αυτός που έχει φαρμακευτικές ιδιότητες, θεραπευτικός
2. δηλητηριώδης
αρχ.
1. δηλητηριασμένος
2. (για τόπο) πλούσιος σε φαρμακευτικά βότανα
3. βαφικός
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ φαρμακῶδες·πικρή γεύση, φαρμακίλα.

Greek Monotonic

φαρμᾰκώδης: -ες (εἶδος),
1. αυτός που ταιριάζει στη φύση του φαρμάκου, θεραπευτικός, σε Αριστ.
2. δηλητηριώδης, σε Πλούτ.

Middle Liddell

φαρμᾰκ-ώδης, ες εἶδος
1. of the nature of a φάρμακον, medicinal, Arist.
2. poisonous, Plut.