Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πορφυρίων: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
mNo edit summary
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=porfyrion
|Transliteration C=porfyrion
|Beta Code=porfuri/wn
|Beta Code=porfuri/wn
|Definition=ωνος, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[porphyrion]], [[coot]], [[purple coot]] or [[water-hen]], [[Fulica porphyrion]], Ar.''Av.''707, al., Arist.''HA''509a11, 595a12, [[LXX]] ''Le.''11.18, Polem.Hist.59; distinguished from the [[πορφυρίς]], Call.''Fr.'' 100c.2.<br><span class="bld">II</span> a kind of [[polypus]], Artem.2.14.<br><span class="bld">2</span> a kind of [[fish]], Hsch.
|Definition=ωνος, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[porphyrion]], [[coot]], [[purple coot]] or [[water-hen]], [[Fulica porphyrion]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''707, al., [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''509a11, 595a12, [[LXX]] ''Le.''11.18, Polem.Hist.59; distinguished from the [[πορφυρίς]], Call.''Fr.'' 100c.2.<br><span class="bld">II</span> a kind of [[polypus]], Artem.2.14.<br><span class="bld">2</span> a kind of [[fish]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ονος, ο, ΝΜΑ<br />[[γένος]] γερανόμορφων πτηνών τών ελών όλων [[σχεδόν]] τών θερμών περιοχών του κόσμου με [[πτέρωμα]] βαθυκύανο ιώδες και σκούρο πράσινο και με κόκκινα πόδια και [[ράμφος]], της οικογένειας [[ραλλίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] πολύποδα<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πορφύρα]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίων</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μωρ</i>-<i>ίων</i>)].
|mltxt=-ονος, ο, ΝΜΑ<br />[[γένος]] γερανόμορφων πτηνών τών ελών όλων [[σχεδόν]] τών θερμών περιοχών του κόσμου με [[πτέρωμα]] βαθυκύανο ιώδες και σκούρο πράσινο και με κόκκινα πόδια και [[ράμφος]], της οικογένειας [[ραλλίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] πολύποδα<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πορφύρα]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίων</i> ([[πρβλ]]. [[μωρίων]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 22:00, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορφυρίων Medium diacritics: πορφυρίων Low diacritics: πορφυρίων Capitals: ΠΟΡΦΥΡΙΩΝ
Transliteration A: porphyríōn Transliteration B: porphyriōn Transliteration C: porfyrion Beta Code: porfuri/wn

English (LSJ)

ωνος, ὁ,
A porphyrion, coot, purple coot or water-hen, Fulica porphyrion, Ar.Av.707, al., Arist.HA509a11, 595a12, LXX Le.11.18, Polem.Hist.59; distinguished from the πορφυρίς, Call.Fr. 100c.2.
II a kind of polypus, Artem.2.14.
2 a kind of fish, Hsch.

German (Pape)

[Seite 686] ωνος, ὁ, Wasserhuhn, nach seiner Farbe benannt; Ar. Av. 707. 882; Arist. H. A. 8, 6; vgl. πορφυρίς. – Auch eine Wallfischart? – Ein Meerpolyp, Artemid. 2, 14.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
1 poule d'eau à bec et à pattes rouges, oiseau;
2 sorte de polype.
Étymologie: πορφύρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πορφυρίων -ωνος, ὁ [πορφύρα] waterhoen.

Russian (Dvoretsky)

πορφῠρίων: ωνος ὁ зоол. лысуха красная (Fulica porphyris L) Arph., Diod.

Greek Monolingual

-ονος, ο, ΝΜΑ
γένος γερανόμορφων πτηνών τών ελών όλων σχεδόν τών θερμών περιοχών του κόσμου με πτέρωμα βαθυκύανο ιώδες και σκούρο πράσινο και με κόκκινα πόδια και ράμφος, της οικογένειας ραλλίδες
αρχ.
1. ονομασία πολύποδα
2. ονομασία ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + επίθημα -ίων (πρβλ. μωρίων)].

Greek Monotonic

πορφῠρίων: -ωνος, ὁ (πορφύρα), νερόκοτα, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠρίων: -ωνος, ὁ, πτηνόν τι .ἔχον μέγεθος ἀλεκτρυόνος, καλεῖται δὲ πορφυρίων διὰ τὸ τοῦ ῥύγχους φοινικοῦν, fulica porfyrion Λιν., poule Sultane Buff., Ἀριστοφ. Ὄρν. 707, κ. ἀλλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 32., 8. 6, 1, Ἑβδ. (Λευϊτ. ΙΑ΄, 18)· διαφέρει τῆς πορφυρίδος, Ἀθήν. 388D, καὶ τοῦ φοινικοπτέρου. ΙΙ. εἶδος πολύποδος, Ἀρτεμίδ. 2. 14· εἶδος ἰχθύος, Ἡσύχ.

Middle Liddell

πορφῠρίων, ωνος, ὁ, πορφύρα
the water-hen, Ar.

Translations

purple swamphen

Dutch: sultanshoen; English: purple swamphen, African purple swamphen, purple coot, purple gallinule, purple moorhen, sultana bird; Esperanto: purpura porfirio; Finnish: sulttaanikana; French: poule sultane, talève sultane; German: Purpurhuhn; Ancient Greek: πορφυρίων; Hungarian: kék fú; Italian: pollo sultano; Latin: porphirio, Porphyrio porphyrio; Maori: pūkeko; Norwegian: sultanhøne