μυττωτός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
mNo edit summary
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myttotos
|Transliteration C=myttotos
|Beta Code=muttwto/s
|Beta Code=muttwto/s
|Definition=(Ion. μυσσωτός, only <span class="bibl">Hp.<span class="title">Loc.Hom.</span>47</span>, cf. [[μυσωτός]]), ὁ, [[savoury dish of cheese]], [[honey]], [[garlic]], etc., mashed up into a sort of paste, <span class="bibl">Hippon.35.2</span>, <span class="bibl">Anan.5.8</span>, Hp. l. c., <span class="bibl"><span class="title">Epid.</span>2.6.28</span>, <span class="bibl">Eup.179</span>, <span class="bibl">Ar. <span class="title">Ach.</span>174</span>, <span class="bibl"><span class="title">Eq.</span>771</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>7.4.11</span> (pl.), Dsc.2.152, <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>2.9</span>.
|Definition=(Ion. [[μυσσωτός]], only Hp.''Loc.Hom.''47, cf. [[μυσωτός]]), ὁ, [[savoury]] dish of [[cheese]], [[honey]], [[garlic]], etc., mashed up into a sort of [[paste]], Hippon.35.2, Anan.5.8, Hp. l. c., ''Epid.''2.6.28, Eup.179, Ar. ''Ach.''174, ''Eq.''771, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 7.4.11 (pl.), Dsc.2.152, Aret.''SD''2.9.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυττωτός]] και [[μυσωτός]], ιων. τ. μυσσωτός, ὁ (Α)<br />χυλώδες [[έδεσμα]] που παρασκευαζόταν [[κυρίως]] από σκόρδα, ελιές, [[τυρί]], [[μέλι]] κ.ά., ανάμικτα και κοπανισμένα, [[είδος]] σκορδαλιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για μετονοματικό παρ. αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζει [[επίθημα]], -[[ωτός]] (<b>πρβλ.</b> <i>θυσαν</i>-[[ωτός]], <i>καρυ</i>-[[ωτός]]). Το διπλό -<i>ττ</i>- παραμένει ανερμήνευτο. Δεν αποκλείεται [[σύνδεση]] της λ. με το [[μῦμα]] «[[είδος]] φαγητού»].
|mltxt=[[μυττωτός]] και [[μυσωτός]], ιων. τ. μυσσωτός, ὁ (Α)<br />χυλώδες [[έδεσμα]] που παρασκευαζόταν [[κυρίως]] από σκόρδα, ελιές, [[τυρί]], [[μέλι]] κ.ά., ανάμικτα και κοπανισμένα, [[είδος]] σκορδαλιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για μετονοματικό παρ. αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζει [[επίθημα]], -[[ωτός]] ([[πρβλ]]. [[θυσανωτός]], [[καρυωτός]]). Το διπλό -<i>ττ</i>- παραμένει ανερμήνευτο. Δεν αποκλείεται [[σύνδεση]] της λ. με το [[μῦμα]] «[[είδος]] φαγητού»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μυττωτός:''' ὁ, εύγεστο [[πιάτο]] από [[τυρί]], [[μέλι]], [[σκόρδο]], που ήταν ζυμωμένα σ' ένα είδος αλείμματος όπως τη [[σκορδαλιά]], Λατ. [[moretum]], σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''μυττωτός:''' ὁ, εύγεστο [[πιάτο]] από [[τυρί]], [[μέλι]], [[σκόρδο]], που ήταν ζυμωμένα σ' ένα είδος αλείμματος όπως τη [[σκορδαλιά]], Λατ. [[moretum]], σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
}}
{{ls
|lstext='''μυττωτὸς''': (δὲν ὑπάρχει Ἀττικὸς [[τύπος]] μυσσωτός), ὁ, εὔχυλόν τι [[ἔδεσμα]] ἐκ τυροῦ, μέλιτος, σκορόδου, κλ., συμπεφυρμένων εἰς ἓν [[φύραμα]], [[εἶδος]] «σκορδαλιᾶς», Λατ. alliatum, intritum, moretum, Ἱππ. 423. 44, Ἱππῶναξ 26, Ἀναν. 1. 8, Ἀριστοφ. Ἀχ. 174, Ἱππ. 771, κ. ἀλλ.· πρβλ. [[μυσωτός]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 32: Line 35:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''μυττωτός''': {muttōtós}<br />'''Forms''': (-σσ- Hp. ''Loc''. ''Hom''. 47, -σ- Kall.''Fr''. 282)<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[breiartiges Gericht aus Käse]], [[Honig]], [[Knoblauch]] (Hippon., Anan., Hp., Kom., Thphr. usw.).<br />'''Derivative''': Davon [[μυττωτεύω]] ‘in einen μ. verwandeln, übel zurichten’ (Ar.) mit μυσσωτεύματα· ἀρτύματα H.<br />'''Etymology''': Zur Sache vgl. [[μῦμα]]. Bildung auf-ωτός, wahrscheinlich von einem Nomen (vgl. Chantraine 305 f., Schwyzer 503). Familiäres Wort ohne Etymologie.<br />'''Page''' 2,278
|ftr='''μυττωτός''': {muttōtós}<br />'''Forms''': (-σσ- Hp. ''Loc''. ''Hom''. 47, -σ- Kall.''Fr''. 282)<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[breiartiges Gericht aus Käse]], [[Honig]], [[Knoblauch]] (Hippon., Anan., Hp., Kom., Thphr. usw.).<br />'''Derivative''': Davon [[μυττωτεύω]] ‘in einen μ. verwandeln, übel zurichten’ (Ar.) mit μυσσωτεύματα· ἀρτύματα H.<br />'''Etymology''': Zur Sache vgl. [[μῦμα]]. Bildung auf-ωτός, wahrscheinlich von einem Nomen (vgl. Chantraine 305 f., Schwyzer 503). Familiäres Wort ohne Etymologie.<br />'''Page''' 2,278
}}
}}

Latest revision as of 19:16, 14 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυττωτός Medium diacritics: μυττωτός Low diacritics: μυττωτός Capitals: ΜΥΤΤΩΤΟΣ
Transliteration A: myttōtós Transliteration B: myttōtos Transliteration C: myttotos Beta Code: muttwto/s

English (LSJ)

(Ion. μυσσωτός, only Hp.Loc.Hom.47, cf. μυσωτός), ὁ, savoury dish of cheese, honey, garlic, etc., mashed up into a sort of paste, Hippon.35.2, Anan.5.8, Hp. l. c., Epid.2.6.28, Eup.179, Ar. Ach.174, Eq.771, Thphr. HP 7.4.11 (pl.), Dsc.2.152, Aret.SD2.9.

German (Pape)

[Seite 223] ὁ, ein breiartiges Gericht, dessen Hauptbestandtheil geriebener Knoblauch war, auch eine scharfe senfähnliche Brühe, Ar. Ach. 174 Equ. 768 Pax 273; Schol. u. VLL. erkl. ὑπότριμμα διὰ σκορόδων; Diosc. τὸ ἐκ σκορόδου καὶ τῆς μελαίνης ἐλαίας γινόμενον τρίμμα; a. Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
sorte de salmis de gousses d'ail et d'olives noires, avec fromage et miel.
Étymologie: DELG terme fam. sans étym.

Greek Monolingual

μυττωτός και μυσωτός, ιων. τ. μυσσωτός, ὁ (Α)
χυλώδες έδεσμα που παρασκευαζόταν κυρίως από σκόρδα, ελιές, τυρί, μέλι κ.ά., ανάμικτα και κοπανισμένα, είδος σκορδαλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μετονοματικό παρ. αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα, -ωτός (πρβλ. θυσανωτός, καρυωτός). Το διπλό -ττ- παραμένει ανερμήνευτο. Δεν αποκλείεται σύνδεση της λ. με το μῦμα «είδος φαγητού»].

Greek Monotonic

μυττωτός: ὁ, εύγεστο πιάτο από τυρί, μέλι, σκόρδο, που ήταν ζυμωμένα σ' ένα είδος αλείμματος όπως τη σκορδαλιά, Λατ. moretum, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).

Greek (Liddell-Scott)

μυττωτὸς: (δὲν ὑπάρχει Ἀττικὸς τύπος μυσσωτός), ὁ, εὔχυλόν τι ἔδεσμα ἐκ τυροῦ, μέλιτος, σκορόδου, κλ., συμπεφυρμένων εἰς ἓν φύραμα, εἶδος «σκορδαλιᾶς», Λατ. alliatum, intritum, moretum, Ἱππ. 423. 44, Ἱππῶναξ 26, Ἀναν. 1. 8, Ἀριστοφ. Ἀχ. 174, Ἱππ. 771, κ. ἀλλ.· πρβλ. μυσωτός.

Russian (Dvoretsky)

μυττωτός:паштет из сыра, меда и чеснока Arph.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: dish, kind of paste, from cheese, honey, garlic etc. (Hippon., Anan., Hp., com., Thphr.).
Other forms: -σσ- Hp. Loc. Hom. 47, -σ- Call. Fr. 282.
Derivatives: μυττωτεύω change into a μ., hash up (Ar.) with μυσσωτεύματα ἀρτύματα H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: On the subject cf. μῦμα. Formation in -ωτός, prob. from a noun (cf. Chantraine 305 f., Schwyzer 503). Popular word without etymology. Seen the variation Pre-Greek.

Middle Liddell

μυττωτός, οῦ, ὁ,
a savoury dish of cheese, honey, garlic, mashed up into a sort of paste, Lat. moretum, Ar. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

μυττωτός: {muttōtós}
Forms: (-σσ- Hp. Loc. Hom. 47, -σ- Kall.Fr. 282)
Grammar: m.
Meaning: breiartiges Gericht aus Käse, Honig, Knoblauch (Hippon., Anan., Hp., Kom., Thphr. usw.).
Derivative: Davon μυττωτεύω ‘in einen μ. verwandeln, übel zurichten’ (Ar.) mit μυσσωτεύματα· ἀρτύματα H.
Etymology: Zur Sache vgl. μῦμα. Bildung auf-ωτός, wahrscheinlich von einem Nomen (vgl. Chantraine 305 f., Schwyzer 503). Familiäres Wort ohne Etymologie.
Page 2,278