καλλίκερως: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kallikeros
|Transliteration C=kallikeros
|Beta Code=kalli/kerws
|Beta Code=kalli/kerws
|Definition= = [[καλλικέρας]] ([[with beautiful horns]]), [[ταῦρος]], [[ἔλαφος]], <span class="title">AP</span>7.744 (D.L.), <span class="bibl">9.603</span>(Antip.). <span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[τῆλις]], Gal.12.426.</span>
|Definition= = [[καλλικέρας]] ([[with beautiful horns]]), [[ταῦρος]], [[ἔλαφος]], ''AP''7.744 (D.L.), 9.603(Antip.).<br><span class="bld">II</span> = [[τῆλις]], Gal.12.426.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλίκερως Medium diacritics: καλλίκερως Low diacritics: καλλίκερως Capitals: ΚΑΛΛΙΚΕΡΩΣ
Transliteration A: kallíkerōs Transliteration B: kallikerōs Transliteration C: kallikeros Beta Code: kalli/kerws

English (LSJ)

= καλλικέρας (with beautiful horns), ταῦρος, ἔλαφος, AP7.744 (D.L.), 9.603(Antip.).
II = τῆλις, Gal.12.426.

German (Pape)

[Seite 1310] ωτος, schön gehörnt, καλλίκερων ἔλαφον Antip. Th. 60 (IX, 603), καλλίκερω ταύρου Crinag. (VII, 744).

French (Bailly abrégé)

ω (ὁ, ἡ)
acc. ων;
aux belles cornes.
Étymologie: καλός, κέρας.

Russian (Dvoretsky)

καλλίκερως: adj. (gen. ω, acc. ων) с красивыми рогами (ἔλαφος, ταῦρος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

καλλίκερως: ὁ, ἡ, ἔχων καλὰ κέρατα, Ἀνθ. Π. 7. 744., 9. 603. ΙΙ. = αἰγόκερως, Γαλην. τ. 13. 355.

Greek Monolingual

ο, η (Α καλλίκερως)
αυτός που έχει ωραία κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -κερως (< κέρας, πρβλ. αττ. γεν. κέρως < κέρα-ος), πρβλ. ολιγόκερως ορθόκερως].

Greek Monotonic

καλλίκερως: ὁ, ἡ (κέρας), αυτός που έχει όμορφα κέρατα, σε Ανθ.

Middle Liddell

κέρας
with beautiful horns, Anth.