νευρόσπασμα: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nevrospasma
|Transliteration C=nevrospasma
|Beta Code=neuro/spasma
|Beta Code=neuro/spasma
|Definition=ατος, τό, = [[νευρόσπαστον]], in plural, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>454.17</span>, Phot. [[sub verbo|s.v.]] [[θραύματα]].
|Definition=-ατος, τό, = [[νευρόσπαστον]], in plural, ''EM''454.17, Phot. [[sub verbo|s.v.]] [[θραύματα]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 11:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νευρόσπασμα Medium diacritics: νευρόσπασμα Low diacritics: νευρόσπασμα Capitals: ΝΕΥΡΟΣΠΑΣΜΑ
Transliteration A: neuróspasma Transliteration B: neurospasma Transliteration C: nevrospasma Beta Code: neuro/spasma

English (LSJ)

-ατος, τό, = νευρόσπαστον, in plural, EM454.17, Phot. s.v. θραύματα.

Greek (Liddell-Scott)

νευρόσπασμα: τό, = νευρόσπαστον, Ἐτυμολ. Μέγ. 454. 17, Φώτ.

Greek Monolingual

το (ΑΜ νευρόσπασμα)
αυτό που κινείται με χορδές, το νευρόσπαστο
νεοελλ.
1. άνθρωπος χωρίς ισχυρή βούληση, που ενεργεί με υποκίνηση άλλου και όχι αυτοβούλως
2. πολύ ανήσυχος και νευρικός άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + σπάσμα (< σπῶ), πρβλ. απόσπασμα].

German (Pape)

τό, = νευρόσπαστον, in Vetera Lexica Erkl. von θαύματα, vgl. Ruhnk. zu Tim. p. 140.