παρθενών: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parthenon | |Transliteration C=parthenon | ||
|Beta Code=parqenw/n | |Beta Code=parqenw/n | ||
|Definition=ῶνος, ὁ, < | |Definition=ῶνος, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[maidens' apartments]] in a house, mostly in plural, [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''646, E. ''Ph.''89, ''IT''826, etc.<br><span class="bld">II</span> in sg., [[the western cella of the Parthenon]] or [[temple of Athena]] at Athens, ''IG''12.301.13, al., D.22.76, etc.; also, of the cella of the temple of Artemis at Magnesia on Maeander, ''SIG'' 695.23 (ii B. C.); of the Great Mother at Cyzicus, ''Michel'' 538.6, and Hermione, ''IG''4.743.<br><span class="bld">III</span> name of a month at Alexandria, Ptol. ''Alm.''11.3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=παρθενών -ῶνος, ὁ [παρθένος] meisjeskamer; in Athene ὁ Παρθενών de (het) Parthenon. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 09:08, 7 February 2024
English (LSJ)
ῶνος, ὁ,
A maidens' apartments in a house, mostly in plural, A.Pr.646, E. Ph.89, IT826, etc.
II in sg., the western cella of the Parthenon or temple of Athena at Athens, IG12.301.13, al., D.22.76, etc.; also, of the cella of the temple of Artemis at Magnesia on Maeander, SIG 695.23 (ii B. C.); of the Great Mother at Cyzicus, Michel 538.6, and Hermione, IG4.743.
III name of a month at Alexandria, Ptol. Alm.11.3.
German (Pape)
[Seite 522] ῶνος, ὁ, auch παρθενεών, bes. bei Dichtern, wie Mus. 263, Antp. Sid. (IX, 790); Lobeck Phryn. p. 166; – Jungfrauengemach; Aesch. Prom. 646; Eur. I. T. 826 u. öfter; Plut. Alex. 21. – Bes. hieß so der prachtvolle Tempel der jungfräulichen Pallas auf der Burg zu Athen, Dem. 13, 28 u. A.; vgl. Paus. 1, 25; Strab. IX, 395.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
1 appartement des jeunes filles;
2 n. propre le Parthénon (propr. la demeure de la déesse vierge) temple de Pallas sur l'Acropole d'Athènes.
Étymologie: παρθένος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρθενών -ῶνος, ὁ [παρθένος] meisjeskamer; in Athene ὁ Παρθενών de (het) Parthenon.
Russian (Dvoretsky)
παρθενών: ῶνος ὁ помещение для девушек, девичьи покои Aesch., Eur.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και ιων. ποιητ. τ. παρθενεών, Α και Παρθενώνας Ν
1. συν. στον πληθ. οι παρθενώνες
ιδιαίτερα διαμερίσματα στο σπίτι, όπου έμεναν αποκλειστικά τα κορίτσια της οικογένειας
2. ως κύριο όν. Παρθενών και Παρθενώνας
ο περιώνυμος ναός της Αθηνάς Παρθένου που οικοδομήθηκε στην αθηναϊκή Ακρόπολη στα χρόνια του Περικλέους από τον Ικτίνο και τον Καλλικράτη
αρχ.
1. τμήμα του ναού της Αθηνάς στην Ακρόπολη όπου οι Ατθίδες φιλοτέχνησαν τον κόσμο, τα στολίδια της θεάς
2. ο σηκός του ναού της Αρτέμιδος στη Μαγνησία και της Μεγάλης Μητρός στην Κύζικο και στην Ερμιόνη
3. μονή παρθένων
4. ονομασία μήνα στην Αλεξάνδρεια
5. (κατά το λέξ. Σούδα) «παρθενώνος
τοῦ τῶν παρθένων χοροῦ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + επίθημα -εών / -ών / -ώνας (πρβλ. παπυρών)].
Greek Monotonic
παρθενών: -ῶνος, ὁ (παρθένος)·
I. δωμάτιο παρθένου, κάμαρα, θάλαμος νεαρής κοπέλας μέσα στο σπίτι, κυρίως στον πληθ., σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.
II. στον ενικ., ο Παρθενώνας ή ναός της Αθηνάς Παρθένου στην Ακρόπολη της Αθήνας, που ανακατασκευάστηκε από τον Περικλή, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
παρθενών: -ῶνος, ὁ, τὸ μέρος τῆς οἰκίας ἐν ᾧ αἱ παρθένοι κατοικοῦσι, τῶν νεανίδων ἢ κορασίων τὰ οἰκήματα ἐν τῇ οἰκίᾳ, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., Αἰσχύλ. Πρ. 646, Εὐριπ. Φοίν. 89, Ι. Τ. 826, κτλ.˙- ἑνικ. ἐν τῷ Ἐπικ. τύπῳ παρθενεών, Μουσαῖος 263, Ἀνθ. Π. 9. 790. ΙΙ. ἐν τῷ ἑνικῷ, ὁ Παρθενών, ἤτοι ναὸς τῆς παρθένου Ἀθηνᾶς, ἐν τῇ τῶν Ἀθηνῶν Ἀκροπόλει, ἀνοικοδομηθεὶς ὑπὸ Περικλέους ἔνθα ἔκειτο τὸ ἀρχαῖον Ἑκατόμπεδον, Συλλ. Ἐπιγρ. 139. 4., 145. 13., 146. 25, Δημ. 174. 24, κτλ.˙ πρβλ. Müller Archäol. d. Kunst. § 109. 2. III. μοναστήριον μοναζουσῶν παρθένων, Ἐπιφάν. σ. 492.
Middle Liddell
παρθενών, ῶνος, ὁ, παρθένος
I. the maidens' apartments, young women's chambers in a house, mostly in plural, Aesch., Eur., etc.
II. in sg. the Parthenon or temple of Athena Parthenos in the citadel at Athens, rebuilt under Pericles, Dem.