χοίρινος: Difference between revisions
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=choirinos | |Transliteration C=choirinos | ||
|Beta Code=xoi/rinos | |Beta Code=xoi/rinos | ||
|Definition=η, ον, = [[χοίρειος]], [[of hog's skin]], ἀσπίς | |Definition=η, ον, = [[χοίρειος]], [[of hog's skin]], ἀσπίς Luc.''Hist.Conscr.''23. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:51, 25 August 2023
English (LSJ)
η, ον, = χοίρειος, of hog's skin, ἀσπίς Luc.Hist.Conscr.23.
German (Pape)
[Seite 1362] = χοίρειος, Sp.; ἡ χοιρίνη, sc. δορά, Schweinehaut, Luc. hist. conscr. 23.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de cochon, de porc ; ἡ χοιρίνη (δορά) couenne de porc.
Étymologie: χοῖρος.
Greek (Liddell-Scott)
χοίρῐνος: -η, -ον, = χοίρειος, ὁ πεποιημένος ἐκ δέρματος χοίρου, ἀσπὶς Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 23.
Greek Monolingual
-η, -ο / χοίρινος, -ίνη, -ον, ΝΑ
ο κατασκευασμένος από δέρμα χοίρου, χοιρινός (α. «χοίρινα τσαρούχια» β. «ἡ ἀσπὶς οἰσυΐνη καὶ χοιρίνη περὶ ταῖς κνήμαις», Λουκιαν.)
νεοελλ.
παροιμ. «γλυκό κρασί σε χοίρινο τομάρι» — λέγεται για πράγματα αξίας στα οποία γίνεται κακή διαχείριση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθινος)].
Greek Monotonic
χοίρῐνος: -η, -ον, = χοίρειος, δέρμα του χοίρου, σε Λουκ.