ἐλευθεριότης: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 7: Line 7:
|Transliteration C=eleftheriotis
|Transliteration C=eleftheriotis
|Beta Code=e)leuqerio/ths
|Beta Code=e)leuqerio/ths
|Definition=ητος, ἡ, a [[free]] man's [[disposition]], the [[character]] of an [[ἐλευθέριος]], esp. [[freeness]] in [[giving]], [[liberality]], Pl.R.402c, Arist.EN1119b22, etc.; ἡ τῶν χρημάτων ἐλευθεριότης Pl.Tht.144d: generally, [[generosity]], ἡ ἐλευθεριότης τῆς [[ὑπουργία]]ς Plu.Pomp.73.
|Definition=ἐλευθεριότητος, ἡ, a [[free]] man's [[disposition]], the [[character]] of an [[ἐλευθέριος]], esp. [[freeness]] in [[giving]], [[liberality]], Pl.R.402c, Arist.EN1119b22, etc.; ἡ τῶν χρημάτων ἐλευθεριότης Pl.Tht.144d: generally, [[generosity]], ἡ ἐλευθεριότης τῆς [[ὑπουργία]]ς Plu.Pomp.73.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ητος, ἡ<br />[[comportamiento de hombre libre]], [[liberalidad]], [[generosidad]] junto a otras virtudes objeto de enseñanza τὰ τῆς σοφρωσύνης εἴδη καὶ ἀνδρείας καὶ ἐλευθεριότητος καὶ μεγαλοπρεπείας Pl.<i>R</i>.402c, cf. Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.67, Theo Al.<i>in Ptol</i>.320.21, ἐ. καὶ [[μεγαλοψυχία]] Plu.<i>Aem</i>.28, cf. Poll.3.118, Clem.Al.<i>Strom</i>.7.3.18, c. gen. τὴν ἐλευθεριότητα τῆς ὑπουργίας ἐκείνης θεασάμενον Plu.<i>Pomp</i>.73, cf. Them.<i>Or</i>.23.291c, <i>Gloss.Pap</i>.1.16.160, c. ref. expresa al dinero πρὸς τὴν τῶν χρημάτων ἐλευθεριότητα θαυμαστός Pl.<i>Tht</i>.144d, (ἐ.) δοκεῖ δὲ εἶναι ἡ περὶ χρήματα μεσότης Arist.<i>EN</i> 1119<sup>b</sup>22, cf. <i>MM</i> 1186<sup>b</sup>22, ἐχρῶντο τῇ πρὸς αὐτοὺς ἐλευθεριότητι Plu.<i>Pel</i>.3, junto a [[ἀσωτία]] ‘[[despilfarro]]’ [[ἀγχίθυρος]] ... ἐλευθεριότητι δὲ [[ἀσωτία]] Synes.<i>Regn</i>.6.
|dgtxt=ἐλευθεριότητος, ἡ<br />[[comportamiento de hombre libre]], [[liberalidad]], [[generosidad]] junto a otras virtudes objeto de enseñanza τὰ τῆς σοφρωσύνης εἴδη καὶ ἀνδρείας καὶ ἐλευθεριότητος καὶ μεγαλοπρεπείας Pl.<i>R</i>.402c, cf. Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.67, Theo Al.<i>in Ptol</i>.320.21, ἐ. καὶ [[μεγαλοψυχία]] Plu.<i>Aem</i>.28, cf. Poll.3.118, Clem.Al.<i>Strom</i>.7.3.18, c. gen. τὴν ἐλευθεριότητα τῆς ὑπουργίας ἐκείνης θεασάμενον Plu.<i>Pomp</i>.73, cf. Them.<i>Or</i>.23.291c, <i>Gloss.Pap</i>.1.16.160, c. ref. expresa al dinero πρὸς τὴν τῶν χρημάτων ἐλευθεριότητα θαυμαστός Pl.<i>Tht</i>.144d, (ἐ.) δοκεῖ δὲ εἶναι ἡ περὶ χρήματα μεσότης Arist.<i>EN</i> 1119<sup>b</sup>22, cf. <i>MM</i> 1186<sup>b</sup>22, ἐχρῶντο τῇ πρὸς αὐτοὺς ἐλευθεριότητι Plu.<i>Pel</i>.3, junto a [[ἀσωτία]] ‘[[despilfarro]]’ [[ἀγχίθυρος]] ... ἐλευθεριότητι δὲ [[ἀσωτία]] Synes.<i>Regn</i>.6.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0796.png Seite 796]] ητος, ἡ, das Wesen eines [[ἐλευθέριος]]. Bei Arist. Ethic. 4, 1 als rechte Mitte in Beziehung auf das Geldausgeben zwischen [[ἀσωτία]] u. [[ἀνελευθερία]]; ἡ τῶν χρημάτων ἐλ. Plat. Theaet. 144 d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0796.png Seite 796]] ἐλευθεριότητος, ἡ, das Wesen eines [[ἐλευθέριος]]. Bei Arist. Ethic. 4, 1 als rechte Mitte in Beziehung auf das Geldausgeben zwischen [[ἀσωτία]] u. [[ἀνελευθερία]]; ἡ τῶν χρημάτων ἐλ. Plat. Theaet. 144 d.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 19: Line 19:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐλευθεριότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1</b> [[состояние свободного человека]], [[свободный образ мыслей]], [[благородство]] Plat., Arst.;<br /><b class="num">2</b> [[великодушие]], [[щедрость]], [[бескорыстие]] (τῶν χρημάτων Plat. и περὶ χρήματα Arst.; ἐ. [[μεσότης]] [[ἀσωτία]]ς καὶ ἀνελευθερίας Arst.).
|elrutext='''ἐλευθεριότης:''' ἐλευθεριότητος ἡ<br /><b class="num">1</b> [[состояние свободного человека]], [[свободный образ мыслей]], [[благородство]] Plat., Arst.;<br /><b class="num">2</b> [[великодушие]], [[щедрость]], [[бескорыстие]] (τῶν χρημάτων Plat. и περὶ χρήματα Arst.; ἐ. [[μεσότης]] [[ἀσωτία]]ς καὶ ἀνελευθερίας Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλευθεριότης''': -ητος, ἡ, ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἐλευθερίου, [[κυρίως]] [[ἐλευθεριότης]] περὶ τὸ δίδειν, γενναιοδωρία, Πλάτ. Πολ. 402C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 1· ἡ τῶν χρημάτων ἐλ. Πλάτ. Θεαίτ. 144D.
|lstext='''ἐλευθεριότης''': ἐλευθεριότητος, ἡ, ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἐλευθερίου, [[κυρίως]] [[ἐλευθεριότης]] περὶ τὸ δίδειν, γενναιοδωρία, Πλάτ. Πολ. 402C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 1· ἡ τῶν χρημάτων ἐλ. Πλάτ. Θεαίτ. 144D.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐλευθεριότης:''' -ητος, ἡ, [[ευγένεια]], [[αρχοντιά]], [[γενναιοδωρία]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἐλευθεριότης:''' ἐλευθεριότητος, ἡ, [[ευγένεια]], [[αρχοντιά]], [[γενναιοδωρία]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 15:21, 25 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλευθεριότης Medium diacritics: ἐλευθεριότης Low diacritics: ελευθεριότης Capitals: ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΤΗΣ
Transliteration A: eleutheriótēs Transliteration B: eleutheriotēs Transliteration C: eleftheriotis Beta Code: e)leuqerio/ths

English (LSJ)

ἐλευθεριότητος, ἡ, a free man's disposition, the character of an ἐλευθέριος, esp. freeness in giving, liberality, Pl.R.402c, Arist.EN1119b22, etc.; ἡ τῶν χρημάτων ἐλευθεριότης Pl.Tht.144d: generally, generosity, ἡ ἐλευθεριότης τῆς ὑπουργίας Plu.Pomp.73.

Spanish (DGE)

ἐλευθεριότητος, ἡ
comportamiento de hombre libre, liberalidad, generosidad junto a otras virtudes objeto de enseñanza τὰ τῆς σοφρωσύνης εἴδη καὶ ἀνδρείας καὶ ἐλευθεριότητος καὶ μεγαλοπρεπείας Pl.R.402c, cf. Chrysipp.Stoic.3.67, Theo Al.in Ptol.320.21, ἐ. καὶ μεγαλοψυχία Plu.Aem.28, cf. Poll.3.118, Clem.Al.Strom.7.3.18, c. gen. τὴν ἐλευθεριότητα τῆς ὑπουργίας ἐκείνης θεασάμενον Plu.Pomp.73, cf. Them.Or.23.291c, Gloss.Pap.1.16.160, c. ref. expresa al dinero πρὸς τὴν τῶν χρημάτων ἐλευθεριότητα θαυμαστός Pl.Tht.144d, (ἐ.) δοκεῖ δὲ εἶναι ἡ περὶ χρήματα μεσότης Arist.EN 1119b22, cf. MM 1186b22, ἐχρῶντο τῇ πρὸς αὐτοὺς ἐλευθεριότητι Plu.Pel.3, junto a ἀσωτίαdespilfarroἀγχίθυρος ... ἐλευθεριότητι δὲ ἀσωτία Synes.Regn.6.

German (Pape)

[Seite 796] ἐλευθεριότητος, ἡ, das Wesen eines ἐλευθέριος. Bei Arist. Ethic. 4, 1 als rechte Mitte in Beziehung auf das Geldausgeben zwischen ἀσωτία u. ἀνελευθερία; ἡ τῶν χρημάτων ἐλ. Plat. Theaet. 144 d.

French (Bailly abrégé)

ητος (ὁ) :
condition ou sentiment d'un homme libre ; libéralité, générosité.
Étymologie: ἐλευθέριος.

Russian (Dvoretsky)

ἐλευθεριότης: ἐλευθεριότητος ἡ
1 состояние свободного человека, свободный образ мыслей, благородство Plat., Arst.;
2 великодушие, щедрость, бескорыстие (τῶν χρημάτων Plat. и περὶ χρήματα Arst.; ἐ. μεσότης ἀσωτίας καὶ ἀνελευθερίας Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐλευθεριότης: ἐλευθεριότητος, ἡ, ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἐλευθερίου, κυρίως ἐλευθεριότης περὶ τὸ δίδειν, γενναιοδωρία, Πλάτ. Πολ. 402C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 1· ἡ τῶν χρημάτων ἐλ. Πλάτ. Θεαίτ. 144D.

Greek Monotonic

ἐλευθεριότης: ἐλευθεριότητος, ἡ, ευγένεια, αρχοντιά, γενναιοδωρία, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἐλευθεριότης, ητος,
the character of an ἐλευθέριος, liberality, Plat.

English (Woodhouse)

generosity, munificence, in giving

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

generosity

Arabic: كَرَم‎, سَخَاء‎; Egyptian Arabic: كرم‎; Aromanian: bunãtati; Belarusian: шчодрасць; Bulgarian: щедрост; Catalan: generositat; Chinese Mandarin: 慷慨, 寬厚/宽厚, 大方; Czech: štědrost; Danish: generøsitet, storsind, storladenhed; Dutch: gulheid, vrijgevigheid, genereusheid; Esperanto: malavaro, grandanimeco; Finnish: anteliaisuus, avokätisyys; French: générosité, bonté; Galician: xenerosidade; Georgian: სულგრძელობა, დიდსულოვნება, გულუხვობა, ხელგაშიშლობა; German: Großzügigkeit, Generosität, Großmut; Greek: γενναιοδωρία; Ancient Greek: ἀγαθοδοσία, ἀγαθωσύνη, ἁπλότης, αὐτοφιλοτίμημα, ἀφειδία, ἀφθονία, ἀφθονίη, γενναιότης, δαψίλεια, δωροδοσία, ἐλευθερία, ἐλευθεριότης, κοινωνία, μεγαλοδωρεά, μεγαλόνοια, μεγαλοπρέπεια, μεγαλουργία, πολυδωρία, τὸ δαψιλές, τὸ δωρητικόν, τὸ εὐμετάδοτον, τὸ κοινωνικόν, τὸ μεγαλόδωρον, τὸ φιλόδωρον, τὸ χαριστικόν, φιλοδωρία, χύμα; Hungarian: nagylelkűség, bőkezűség; Irish: mórchroí, móraigeantacht, gart; Italian: generosità, bontà, abnegazione, magnanimità; Japanese: 気前, 気前のよさ, 寛大さ; Kurdish Central Kurdish: بھخشندھگی‎; Latin: largitas; Occitan: generositat; Old Occitan: largetat; Polish: hojność, szczodrość; Portuguese: generosidade; Romanian: generozitate, bunătate; Russian: щедрость, великодушие; Serbo-Croatian Cyrillic: велико̀душно̄ст, дарѐжљиво̄ст; Roman: velikòdušnōst, darèžljivōst; Slovak: štedrosť; Spanish: generosidad; Swahili: ukarimu; Swedish: generositet; Telugu: సద్వినియోగము; Turkish: âlicenaplık, cömertlik; Ukrainian: щедрість