ὑπεράγω: Difference between revisions

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yperago
|Transliteration C=yperago
|Beta Code=u(pera/gw
|Beta Code=u(pera/gw
|Definition=[ᾰ],<br><span class="bld">A</span> [[lift up over]], <b class="b3">τὸ πεπονθὸς [σκέλος] ὑπεραγάγωμεν ταύτης</b> (the cross-bar) Paul.Aeg.6.118: metaph., [[elevate]], [[exalt]], τὴν ἡγεμονίαν εἰς ἄκραν εὐδαιμονίαν App.''BC''4.92.<br><span class="bld">II</span> [[excel]], [[surpass]], c. gen., Plb. 11.13.5; τοῖς ὀδοῦσι πάντων D.S.3.35: c. acc., ἡ πολιτείη ἡ ὑμετέρη ὑπερῆγε τὰς ἑτέρων Hp.''Ep.''27: mostly in part. <b class="b3">ὑπεράγων, ουσα, ον,</b> [[eminent]], [[principal]], αἰχμάλωτοι ''SIG''588.67 (Milet., ii B. C.); [[extravagant]], [[excessive]], Phld.''Herc.''1251.5; [[extraordinary]], D.S.13.90, etc.; ῥώμαις Id.5.17, etc.; c. acc., <b class="b3">τοὺς ἄλλους κατά τι ὑ.</b> [[varia lectio|v.l.]] in Id.3.44; ἐν τᾶσι τοῖς ἔργοις -ων [[LXX]] ''Si.''30.31 (33.23); <b class="b3">ἡ ὑπεράγουσα ἐπιστροφή</b> [[excessive]] twisting, Ph.''Bel.''58.21; cf. [[LXX]] ''1 Ma.''6.43, J.''AJ''15.7.6, al.
|Definition=[ᾰ],<br><span class="bld">A</span> [[lift up over]], <b class="b3">τὸ πεπονθὸς [σκέλος] ὑπεραγάγωμεν ταύτης</b> (the cross-bar) Paul.Aeg.6.118: metaph., [[elevate]], [[exalt]], τὴν ἡγεμονίαν εἰς ἄκραν εὐδαιμονίαν App.''BC''4.92.<br><span class="bld">II</span> [[excel]], [[surpass]], c. gen., Plb. 11.13.5; τοῖς ὀδοῦσι πάντων [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.35: c. acc., ἡ πολιτείη ἡ ὑμετέρη ὑπερῆγε τὰς ἑτέρων Hp.''Ep.''27: mostly in part. <b class="b3">ὑπεράγων, ουσα, ον,</b> [[eminent]], [[principal]], αἰχμάλωτοι ''SIG''588.67 (Milet., ii B. C.); [[extravagant]], [[excessive]], Phld.''Herc.''1251.5; [[extraordinary]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]13.90, etc.; ῥώμαις Id.5.17, etc.; c. acc., <b class="b3">τοὺς ἄλλους κατά τι ὑ.</b> [[varia lectio|v.l.]] in Id.3.44; ἐν τᾶσι τοῖς ἔργοις -ων [[LXX]] ''Si.''30.31 (33.23); <b class="b3">ἡ ὑπεράγουσα ἐπιστροφή</b> [[excessive]] twisting, Ph.''Bel.''58.21; cf. [[LXX]] ''1 Ma.''6.43, J.''AJ''15.7.6, al.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 08:04, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεράγω Medium diacritics: ὑπεράγω Low diacritics: υπεράγω Capitals: ΥΠΕΡΑΓΩ
Transliteration A: hyperágō Transliteration B: hyperagō Transliteration C: yperago Beta Code: u(pera/gw

English (LSJ)

[ᾰ],
A lift up over, τὸ πεπονθὸς [σκέλος] ὑπεραγάγωμεν ταύτης (the cross-bar) Paul.Aeg.6.118: metaph., elevate, exalt, τὴν ἡγεμονίαν εἰς ἄκραν εὐδαιμονίαν App.BC4.92.
II excel, surpass, c. gen., Plb. 11.13.5; τοῖς ὀδοῦσι πάντων D.S.3.35: c. acc., ἡ πολιτείη ἡ ὑμετέρη ὑπερῆγε τὰς ἑτέρων Hp.Ep.27: mostly in part. ὑπεράγων, ουσα, ον, eminent, principal, αἰχμάλωτοι SIG588.67 (Milet., ii B. C.); extravagant, excessive, Phld.Herc.1251.5; extraordinary, D.S.13.90, etc.; ῥώμαις Id.5.17, etc.; c. acc., τοὺς ἄλλους κατά τι ὑ. v.l. in Id.3.44; ἐν τᾶσι τοῖς ἔργοις -ων LXX Si.30.31 (33.23); ἡ ὑπεράγουσα ἐπιστροφή excessive twisting, Ph.Bel.58.21; cf. LXX 1 Ma.6.43, J.AJ15.7.6, al.

German (Pape)

[Seite 1189] (s. ἄγω), übertreffen, τινὸς καὶ διαφέρειν Pol. 11, 13, 5, u. a. Sp.; ὑπεράγων, übermäßig, außerordentlich, D. Sic.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεράγω: превосходить: ὑ. τινός Polyb. превосходить кого-л.; ὑ. τινός τινι или τινά τινι Diod. превосходить кого-л. в чем-л.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεράγω: μέλλ. -ξω, ἐξυψῶ, ἀνυψῶ, τὴν ἡγεμονίαν εἰς ἄκραν εὐδαιμονίαν Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 92. ΙΙ. ὑπερέχω, ὑπερβαίνω, ὑπερτερῶ, μετὰ γεν., Πολύβ. 11. 13, 5· πάντων τοῖς ὁδοῦσιν Διόδ. 3. 35· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ μετοχ., ὑπεράγων, ουσα, ον, ἔκτακτος, ἔξοχος, ὁ αὐτ. 13. 90, κλπ.· τινί, κατά τι, ὁ αὐτ. 5. 17, κλπ.· μετ’ αἰτ., τοὺς ἄλλους κατά τι ὑπ. ὁ αὐτ. 3. 44 - πρβλ. ὑπεραγόντως. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπεράγοντα, ὑπερέχοντα, ‘τὸν δὲ ὑψηλὸν ἡλικίᾳ ὄντα, καὶ ὑπεράγοντα τὸν ἐπίσκοπον, τὴν βλάβην τῇ κεφαλῇ δέξασθαι’».

Greek Monolingual

ΜΑ ἄγω
μσν.
ξεπερνώ, προηγούμαι στα χρόνια («ἔτεσιν ὑπεράγων», Ευσ.)
αρχ.
1. εξυψώνω, ανυψώνω («τὴν ἠγεμονίαν εἰς εὐδαιμονίαν ἄκραν ὑπερήγαγε...», Πολ.)
2. υπερέχω, υπερτερώ («τὰ ξενικὰ... τῶν μισθοφορούντων εἰκὸς ὑπεράγειν καὶ διαφέρειν», Διόδ.)
3. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) ὑπεράγων, -ουσα, -ον
υπέροχος, έξοχος.