ἀμφισβητήσιμος: Difference between revisions
εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amfisvitisimos | |Transliteration C=amfisvitisimos | ||
|Beta Code=a)mfisbhth/simos | |Beta Code=a)mfisbhth/simos | ||
|Definition=ἀμφισβητήσιμον, [[disputable]], Antipho 3.1.1, etc.; <b class="b3">χώρα ἀμφισβητήσιμος</b> [[debatable]] [[ground]], X.''HG''3.5.3, D.7.43, ''Hell.Oxy.'' 13.3, Theopomp. ap. Phot.p.104 R.; τὰ ἀμφισβητήσιμα = [[disputed property]], Pl.''Lg.'' 954c; ἀμφισβητήσιμα ἀγαθά Arist.''Rh.''1362b29; [[doubtful]], [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 175e; <b class="b3">ἀ. ἐστι πότερον</b>.. [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''996b27; οὐκέτ' ἐν ἀμφισβητησίμῳ τὰ πράγματα ἦν D. 18.139. | |Definition=ἀμφισβητήσιμον, [[disputable]], Antipho 3.1.1, etc.; <b class="b3">χώρα ἀμφισβητήσιμος</b> [[debatable]] [[ground]], X.''HG''3.5.3, D.7.43, ''Hell.Oxy.'' 13.3, Theopomp. ap. Phot.p.104 R.; τὰ ἀμφισβητήσιμα = [[disputed property]], [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]'' 954c; ἀμφισβητήσιμα ἀγαθά Arist.''Rh.''1362b29; [[doubtful]], [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 175e; <b class="b3">ἀ. ἐστι πότερον</b>.. [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''996b27; οὐκέτ' ἐν ἀμφισβητησίμῳ τὰ πράγματα ἦν D. 18.139. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 13:25, 23 March 2024
English (LSJ)
ἀμφισβητήσιμον, disputable, Antipho 3.1.1, etc.; χώρα ἀμφισβητήσιμος debatable ground, X.HG3.5.3, D.7.43, Hell.Oxy. 13.3, Theopomp. ap. Phot.p.104 R.; τὰ ἀμφισβητήσιμα = disputed property, Pl.Lg. 954c; ἀμφισβητήσιμα ἀγαθά Arist.Rh.1362b29; doubtful, Pl.Smp. 175e; ἀ. ἐστι πότερον.. Arist.Metaph.996b27; οὐκέτ' ἐν ἀμφισβητησίμῳ τὰ πράγματα ἦν D. 18.139.
Spanish (DGE)
-ον
1 debatido, discutido ἀγαθά Arist.Rh.1362b29, τὰ ἀ. propiedad en disputa Pl.Lg.954c, τίμησις Pl.Lg.878e.
2 discutible, debatible Antipho 3.1.1, χώρα X.HG 3.5.3, cf. D.7.43, Theopomp.Hist.313, τοῦ δὲ πράγματος οὐκέτ' ὄντος ἀμφισβητησίμου estando resuelto ya el caso D.24.9, περὶ τῶν ἀ. ἀγωνιζόμεθα Isoc.3.8
•dudoso μάχη Pl.Mx.242b, γένησις Plu.2.665d, ἀ. καὶ τοῦτο λέγεις καὶ οὐδέν πω σαφές Pl.Grg.451d, οἱ δικασταὶ τῷ μηδὲν ἀμφισβητήσιμον ἔχοντι προστίθενται Plu.2.743a, ἀ. ἐστι πότερον ... es dudoso si Arist.Metaph.996b27
•neutr. como adv. ἐπένευσε μόλις καὶ ἀ. ἡ Δωρίς Aristaenet.1.22.32.
German (Pape)
[Seite 144] ον, streitig, zweifelhaft, oft bei Att.; χώρα Xen. Hell. 3, 5, 3; ἀμφισβητήσιμον ὑμῖν την χώραν κατεσκεύακεν Dem. 7, 43; τὰ ἀμφ. ἐᾶν, sich nicht um das Zweifelhafte kümmern, Is. 1, 25; τοῦ πράγματος οὐκέτ' ὄντος ἀμφισβητησίμου Dem. 24, 9, da die Sache ausgemacht ist; τὰ πράγματα ἐν ἀμφισβητησίμῳ ἦν Dem.; τῆς μάχης ἀμφισβητησίμου γενομένης, unentschieden, Plat. Menex. 242 b; u. A.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sujet à contestation.
Étymologie: ἀμφισβητέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφισβητήσιμος: спорный, неясный, сомнительный Plut., Arst., Dem.: ἡ ἀ. χώρα Φωκεῦσί τε καὶ ἑαυτοῖς Xen. территория, о которой у них шел спор с фокейцами; τῆς μάχης ἀμφισβητησίμου γενομένης Plat. хотя исход сражения представлялся неопределенным.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφισβητήσιμος: -ον, ὁ ἀμφισβητούμενος ἢ ὃν δύναταί τις νὰ ἀμφισβητήσῃ, ὑποκείμενος εἰς ἀντιρρήσεις, ἀμφίβολος, Ἀντιφῶν 120, 41, Πλάτ. Συμπ. 175Ε, κτλ.· χώρα ἀμφ., ἔδαφος ἀμφισβητούμενον, Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 3, Δημ. 87. 13· τὰ ἀμφ., περιουσία διαφιλονεικουμένη, Πλάτ. Νόμ. 954C· ἀμφ. ἀγαθὰ Ἀριστ. Ρητ. 1. 6, 18· ἀμφ. ἐστι, εἶναι ἀντικείμενον συζητήσεως ἢ ἀμφιβολίας, πότερον... ὁ αὐτ. Μεταφ. 2. 2, 10· οὕτως, οὐκέτ’ ἐν ἀμφισβητησίμῳ τὰ πράγματα ἦν Δημ. 274. 5.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμφισβητήσιμος, -ον) ἀμφισβητῶ
αυτός που επιδέχεται αμφισβήτηση, αυτός για τον οποίο υπάρχει διαφωνία, αντίρρηση
αρχ.
1. (το ουδέτερο στον πληθυντικό ως ουσιαστικό) τὰ ἀμφισβητήσιμα διαφιλονικούμενη περιουσία
2. φρ. «χώρα ἀμφισβητήσιμος» — γη αμφισβητούμενης κυριότητας.
Greek Monotonic
ἀμφισβητήσιμος: -ον (ἀμφισβητέω), αμφιλεγόμενος, αμφίβολος, αυτός που υπόκειται σε αμφισβήτηση, σε Πλάτ. κ.λπ.· χώρα ἀμφ., έδαφος αμφισβητούμενο, σε Ξεν.· οὐκέτ' ἐν ἀμφισβητησίμῳ, όχι πλέον σε αμφισβήτηση, σε Δημ.
Middle Liddell
ἀμφισβητέω
disputed, disputable, Plat., etc.; χώρα ἀμφ. debatable ground, Xen.; οὐκέτ' ἐν ἀμφισβητησίμωι no longer in doubt, Dem.
English (Woodhouse)
ambiguous, disputable, disputed, doubtful, in dispute, open to doubt