τριέλικτος: Difference between revisions
τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trieliktos | |Transliteration C=trieliktos | ||
|Beta Code=trie/liktos | |Beta Code=trie/liktos | ||
|Definition=τριέλικτον, ([[ἑλίσσω]]) [[thrice coiled]], [[ὄφις]] Orac. ap. Hdt.6.77; Μαιάνδρου τ. ὕδωρ ''AP''6.110 (Leon. or Mnasalc.); <b class="b3">τ. ἰχνοπέδαν</b> a noose [[of three threads]], ib.109 (Antip.); <b class="b3">τ. νῆμα</b> (of the Fates) ib.7.14 (Antip. Sid.); <b class="b3">τ. θώρακες</b>, of three 'crow's-nests' (cf. [[θωράκια]] Moschio ap.Ath.5.208e), ''App.Anth.''3.82.9 (Archimelus). | |Definition=τριέλικτον, ([[ἑλίσσω]]) [[thrice coiled]], [[ὄφις]] Orac. ap. [[Herodotus|Hdt.]]6.77; Μαιάνδρου τ. ὕδωρ ''AP''6.110 (Leon. or Mnasalc.); <b class="b3">τ. ἰχνοπέδαν</b> a noose [[of three threads]], ib.109 (Antip.); <b class="b3">τ. νῆμα</b> (of the Fates) ib.7.14 (Antip. Sid.); <b class="b3">τ. θώρακες</b>, of three 'crow's-nests' (cf. [[θωράκια]] Moschio ap.Ath.5.208e), ''App.Anth.''3.82.9 (Archimelus). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 12:04, 4 September 2023
English (LSJ)
τριέλικτον, (ἑλίσσω) thrice coiled, ὄφις Orac. ap. Hdt.6.77; Μαιάνδρου τ. ὕδωρ AP6.110 (Leon. or Mnasalc.); τ. ἰχνοπέδαν a noose of three threads, ib.109 (Antip.); τ. νῆμα (of the Fates) ib.7.14 (Antip. Sid.); τ. θώρακες, of three 'crow's-nests' (cf. θωράκια Moschio ap.Ath.5.208e), App.Anth.3.82.9 (Archimelus).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se replie ou s'enroule trois fois sur soi-même.
Étymologie: τρίς, ἑλίσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριέλικτος -ον [τρι -, ἑλίττω] met drie kronkels.
German (Pape)
dreimal gewunden, Beiwort einer Schlange, Orak. bei Her. 6.77; ἰχνοπέδη, dreidrähtige Schlinge, Antip.Sid. 17 (IV.109); τριέλικτον νῆμα δινεῦσαι μοῖραι, den die drei Parzen drehen, spinnen, 70 (VII.14). Auch θώρακες, Archimel. 1 (APP 15), von der dreifachen Balkenverbindung des Schiffes.
Russian (Dvoretsky)
τρῐέλικτος:
1 втрое свернувшийся (ὄφις Her.);
2 трижды изгибающийся (Μαιάνδρου ὕδωρ Anth.);
3 втрое сложенный, тройной (θώρακες Anth.): τριέλικτον νῆμα Anth. тройная, т. е. спряденная тремя Мойрами нить.
Greek Monolingual
-ον, Μ
1. (συν. για φίδι) αυτός που σχηματίζει τρεις ελιγμούς, δηλαδή αυτός που έχει κουλουριαστεί τρεις φορές
2. φρ. α) «τριέλικτος ἰχνοπέδη» — βρόχος ή παγίδα από τρία νήματα (Ανθ. Παλ.)
β) «τριέλικτοι θώρακες» — τα σανιδώματα του πλοίου (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ἑλικτός (< ἑλίσσω), πρβλ. πολυέλικτος].
Greek Monotonic
τριέλικτος: -ον, αυτός που σχηματίζει τρεις ελιγμούς, που έχει στριφογυριστεί τρεις φορές, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
τριέλικτος: -ον, (ἑλίσσω) ὁ τρεῖς ἑλιγμοὺς σχηματίζων, ὄφις Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 6. 77· Μαιάνδρου τρ. ὕδωρ Ἀνθ. Π. 6. 110· τρ. ἰχνοπέδη, βρόχος ἢ παγὶς ἐκ τριῶν νημάτων, αὐτόθι 107· τρ. νῆμα (τῶν Μοιρῶν), αὐτόθι 7. 14· - τρ. θώρακες, ἐπὶ τῶν σανιδωμάτων πλοίου, αὐτόθι ἐν παραρτ. 15.
Middle Liddell
τρι-έλικτος, ον,
thrice coiled, Orac. ap. Hdt., Anth.