κατελπίζω: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katelpizo
|Transliteration C=katelpizo
|Beta Code=katelpi/zw
|Beta Code=katelpi/zw
|Definition=[[hope]] or [[expect confidently]], κ. εὐπετέως τῆς θαλάσσης κρατήσειν Hdt.8.136, cf. Plb.2.31.8; μηδὲν ἄγαν κ. D.S.15.33, cf. Phld.''Oec.''p.73 J.: c. gen., [[base]] one's [[hopes upon]], τῆς αὐτῶν δυνάμεως J.''AJ''5.1.20:—Pass., ἀποβαίνειν οἷα κατηλπίσθη Phld.''Lib.''p.27 O.
|Definition=[[hope]] or [[expect confidently]], κ. εὐπετέως τῆς θαλάσσης κρατήσειν [[Herodotus|Hdt.]]8.136, cf. Plb.2.31.8; μηδὲν ἄγαν κ. [[Diodorus Siculus|D.S.]]15.33, cf. Phld.''Oec.''p.73 J.: c. gen., [[base]] one's [[hopes upon]], τῆς αὐτῶν δυνάμεως J.''AJ''5.1.20:—Pass., ἀποβαίνειν οἷα κατηλπίσθη Phld.''Lib.''p.27 O.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 07:30, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατελπίζω Medium diacritics: κατελπίζω Low diacritics: κατελπίζω Capitals: ΚΑΤΕΛΠΙΖΩ
Transliteration A: katelpízō Transliteration B: katelpizō Transliteration C: katelpizo Beta Code: katelpi/zw

English (LSJ)

hope or expect confidently, κ. εὐπετέως τῆς θαλάσσης κρατήσειν Hdt.8.136, cf. Plb.2.31.8; μηδὲν ἄγαν κ. D.S.15.33, cf. Phld.Oec.p.73 J.: c. gen., base one's hopes upon, τῆς αὐτῶν δυνάμεως J.AJ5.1.20:—Pass., ἀποβαίνειν οἷα κατηλπίσθη Phld.Lib.p.27 O.

German (Pape)

[Seite 1395] verstärktes simplex; κατήλπιζε εὐπετέως τῆς θαλάσσης κρατήσειν Her. 1, 136; Pol. 2, 31, 8 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

espérer fortement.
Étymologie: κατά, ἐλπίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-ελπίζω stellig hopen.

Russian (Dvoretsky)

κατελπίζω: твердо надеяться (τῆς θαλάσσης κρατήσειν Her.; δυνήσεσθαι ἐκβαλεῖν τοὺς πολεμίους Polyb.).

Greek Monolingual

κατελπίζω (Α)
1. (ενεργ. και παθ.) ελπίζω πολύ, έχω μεγάλες ελπίδες, προσδοκώ («κατελπίσαντες... δυνήσεσθαι τοὺς Κελτούς... ἐκβαλεῖν», Πολ.)
2. (με γεν.) στηρίζω τις ελπίδες μου σε κάποιον, βασίζομαι σε κάποιον («κατελπίζειν τῆς αὐτῶν δυνάμεως», Ιώσ.).

Greek Monotonic

κατελπίζω: μέλ. -σω, ελπίζω ή αναμένω με πεποίθηση, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

κατελπίζω: λίαν ἐλπίζωπεποιθότως περιμένω, κ. εὐπετέως τῆς θαλάσσης ἐπικρατήσειν Ἡρόδ. 8. 136, πρβλ. Πολύβ. 2. 31, 8· μηδὲν ἄγαν κ. Διόδ. 15. 33.

Middle Liddell

fut. σω
to hope or expect confidently, Hdt.