προπομπή: Difference between revisions
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0741.png Seite 741]] ἡ, das Voranschicken, bes. die Begleitung, feierliches Geleite, z. B. bei der Abreise, Xen. Ages. 2, 27, Pol. 20, 11, 8, u. bei Leichen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0741.png Seite 741]] ἡ, das [[Voranschicken]], bes. die [[Begleitung]], feierliches [[Geleite]], z. B. bei der [[Abreise]], Xen. Ages. 2, 27, Pol. 20, 11, 8, u. bei [[Leichen]]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 10:50, 28 March 2024
English (LSJ)
ἡ,
A sending forward, αἱ π. τῶν γραμματηφόρων Plu.Galb.8.
II escort, π. δόντες μεγαλοπρεπῆ X.Ages.2.27, cf. Plb.20.11.8, Plu.Num. 14; π. δημοσία Longin.28.2.
German (Pape)
[Seite 741] ἡ, das Voranschicken, bes. die Begleitung, feierliches Geleite, z. B. bei der Abreise, Xen. Ages. 2, 27, Pol. 20, 11, 8, u. bei Leichen.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 action d'envoyer en avant;
2 action d'accompagner processionnellement, d'escorter pour faire honneur.
Étymologie: προπέμπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προπομπή -ῆς, ἡ [προπέμπω] reis.
Russian (Dvoretsky)
προπομπή: ἡ
1 высылка вперед, посылка (αἱ προπομπαὶ τῶν γραμματοφόρων Plut.);
2 сопровождение, эскортирование Xen., Polyb., Plut.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ προπέμπω
το να συνοδεύει κανείς κάποιον που αποχωρεί, ξεπροβόδισμα («ἀπέπεμψαν αὐτὸν οἴκαδε προπομπὴν δόντες μεγαλοπρεπῆ», Ξεν.)
μσν.-αρχ.
πομπή και, ειδικότερα: α) στρατιωτική ή εορταστική παρέλαση
β) λιτανεία
γ) νεκρώσιμη πομπή
αρχ.
η ενέργεια του προπέμπω, το να αποστέλλει κανείς από πριν ή πρώτα κάποιον ή κάτι («αἱ προπομπαὶ τῶν γραμματηφόρων», Πλούτ.).
Greek Monotonic
προπομπή: ἡ (προπέμπω), ακολουθία, συνοδεία, σε Ξεν.· συνοδεία με πομπή, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
προπομπή: ἡ, (προπέμπω) τὸ προεξαποστέλλειν, πέμπειν, πρότερον, αἱ πρ. τῶν γραμματοφόρων Πλουτ. Γάλβ. 8. ΙΙ. τὸ προπέμπειν χάριν τιμῆς, «ξεπροβόδημα», Ξεν. Ἀγησ. 2. 27, Πολύβ. 20. 11, 8, κτλ.· ― συνοδία ἐν εἴδει πομπῆς, Πλουτ. Νουμ. 14, μάλιστα ἐν κηδείᾳ, Ἰω. Χρυσ.· πρβλ. Λογγῖν. 28.
Middle Liddell
προπομπή, ἡ, προπέμπω
an attending, escorting, Xen.:— a processional escort, Plut.